Πολιτική ανάλυση για το μακεδονικό ζήτημα

Για το Μακεδονικό

«Αυτοί εδώ οι χωριάτες δε θέλουν νάναι μήτε "Μπουλγκάρ", μήτε "Σρρπ", μήτε "Γκρρτς". Μοναχά "Μακεντόν ορτοντόξ"»

Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω»
  
   Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την πρόθεση των κυβερνήσεων Ελλάδας και ΠΓΔΜ για εξέρευση λύσης στο θέμα του ονόματος της δεύτερης, η εθνικιστική ρητορική έχει κατακλύσει ξανά το δημόσιο λόγο προσφέροντας εύφορο έδαφος στον υφέρποντα φασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορία αυτή, όμως, πάει πάνω από έναν αιώνα πίσω, διαπλέκοντας τα συγκρουόμενα συμφέροντα του ελληνικού εθνικισμού και των εθνικισμών άλλων βαλκανικών χωρών. Η εθνική αφήγηση έχει αλλάξει κατά καιρούς πότε θεωρώντας αυτούς τους πληθυσμούς ως «βουλγαρικούς» πότε ως «βουλγαρόφωνους Έλληνες πιστούς στο Πατριαρχείο» πότε ως «Μακεδόνες» προκειμένου να ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος και πότε ως «Σλαβομακεδόνες». Η τωρινή θέση εθνικιστικών κύκλων ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική δεν μας εκπλήσσει καθόλου ότι προέρχεται από τη χουντική περίοδο και ξεθάφτηκε το 1992 από τον τότε σύμβουλο του Μητσοτάκη για τα «εθνικά ζητήματα» αλλά και αντιπρόεδρο επί χούντας της (διορισμένης από τον Παπαδόπουλο) «Συμβουλευτικής», Νικόλαο Μέρτζο. Η θέση αυτή συμβαδίζει αρκετά με την πολιτική του ελληνικού κράτους ως σήμερα, παρόλο που έχει υιοθετηθεί μια ηπιότερη στάση από τις εκάστοτε κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια. Κάθε φορά, όμως, αυτό που παραμένει ίδιο είναι μια εθνική αφήγηση πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα εκάστοτε «εθνικά συμφέροντα», που δεν είναι άλλα από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.

«Μακεδονικό ζήτημα»: μια παλιά υπόθεση


   Είναι εντυπωσιακό πως στο συγκεκριμένο ζήτημα η ακροδεξιά ατζέντα και μυθολογία έχει εναρμονιστεί σε πολλά σημεία με την εθνική πολιτική. Ένα από τα σημεία αυτά είναι και η πεποίθηση ότι η ονομασία «Μακεδόνες» εμφανίζεται το 1943-44 και είναι κατασκεύασμα του Τίτο. Η αλήθεια είναι ότι η ονομασία αυτή εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς τίθεται το ζήτημα της εθνικής προέλευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας.
   Έχοντας κεντρική θέση στα Βαλκάνια, η Μακεδονία, με τα τρία βιλαέτια της Σελανίκ (Θεσσαλονίκης), του Μοναστηρίου (Βιτολίων) και του Ουσκούμπ (των Σκοπίων, που μετά το 1877 ονομάστηκε βιλαέτι του Κόσσοβου), βρισκόταν στο επίκεντρο των αντιμαχόμενων εθνικισμών. Η Μακεδονία υπήρξε ένας τόπος στον οποίο συναντήθηκαν και συμβίωσαν -ειρηνικά ως επί το πλείστον- πολλές διακριτές γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο μακεδονικός χώρος διαχρονικά αποτέλεσε ένα μεγάλο χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους, Έλληνες ή εξελληνισμένοι ντόπιοι πληθυσμοί, Ρωμαίοι ή εκλατινισμένοι Έλληνες, Ιλλύριοι, Θράκες, Παίονες, Ούννοι, Γότθοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι συμβίωσαν, επί μακρόν ή για μικρά διαστήματα, ειρηνικά ή εχθρικά μεταξύ τους, υπό ποικίλους κυριάρχους.
   Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν από διάφορες εθνοτικές ομάδες που συνέκλιναν και επικαλύπτονταν: Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι και Αλβανοί, αλλά και διάφορες παραλλαγές τους. Όλοι αυτοί συνιστούσαν το πολύχρωμο μωσαϊκό της Μακεδονίας. Είναι νομίζουμε φανερό ότι η εθνολογική διάκριση μιας τόσο πολυπολιτισμικής περιοχής δεν μπορούσε να βασιστεί σε κανένα κριτήριο (γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα), καθώς το ένα μπορούσε κάλλιστα να αντιφάσκει με το άλλο. Για παράδειγμα, ο γνωστός μακεδονομάχος καπετάν Κώττας μιλώντας προς τους προεστούς των Κορεστίων αναφέρει: «Ημείς οι Μακεδόνες διά ν' αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν' ακολουθήσωμεν. Ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν, ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα.» Η ομιλία αυτή έγινε σε μια γλώσσα την οποία ο Παύλος Μελάς που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει ως «μακεδονικά». Και είναι ο ίδιος ο καπετάν Κώττας, ο οποίος -όντας σλαβόφωνος- την ώρα που εκτελούνταν από τους Οθωμανούς φώναξε: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς)».
   Οπότε έπρεπε να ξεκαθαρίσουν δυο πράγματα: ποια από τα υπάρχοντα έθνη-κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) θα ενσωματώσει την περιοχή και σε δεύτερο χρόνο τι θα γίνει με τους πληθυσμούς που έχουν διαφορετική γλώσσα, θρησκεία κτλ. Για το πρώτο ζήτημα, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ως και τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου συγκρούστηκαν στην περιοχή τρεις επιθετικοί εθνικισμοί με αλυτρωτικές βλέψεις: η “Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου”, η “Μεγάλη Σερβία” και η “Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών” βρέθηκαν αντιμέτωπες σε μια ανελέητη σφαγή που έντεχνα ονομάστηκε μακεδονικός αγώνας. Εντέλει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος.
   Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα αλληλοφαγώματος και σφαγών μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών εμφανίστηκε και ο μακεδονικός εθνικισμός που άρχισε να δημιουργεί τη δική του εθνική αφήγηση και οριστικά εκπλήρωσε τους πόθους του για κρατική υπόσταση το 1991. Από τη στιγμή της εμφάνισής του, αλλά κυρίως μετά το 1991, ο μακεδονικός εθνικισμός, όπως κάθε εθνικισμός, κατασκευάζει τη δική του εθνική αφήγηση. Μια αφήγηση γεμάτη από αναχρονισμούς, αποσιωπήσεις, αποσπάσεις από τα ιστορικά γεγονότα, και φυσικά μύθους που δομούν την εθνική ταυτότητα. Η συζήτηση γύρω από τη χρήση του ονόματος Μακεδονία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της χειραγώγησης των ιστορικών γεγονότων για την εξυπηρέτηση των εθνικιστικών αντιλήψεων. Τα τελευταία χρόνια εκφράζει διάφορες αλυτρωτικές βλέψεις, ακολουθώντας τα χνάρια των άλλων βαλκανικών εθνικισμών, ενώ έχει προσφύγει σε μια ανιστόρητη και κιτς πολιτική προπαγάνδα με ανεγέρσεις αγαλμάτων, ονοματοδοσίες κτλ.
   Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, είναι γνωστές οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στα Βαλκάνια: εκδιώξεις, εξοντώσεις, μαζικές εκκαθαρίσεις και βίαιες διαδικασίες ομογενοποίησης των πληθυσμών προκειμένου οι εξαιρετικά πολύπλοκες εθνοτικά, θρησκευτικά και γλωσσικά περιοχές να ενσωματωθούν σε κυρίαρχα έθνη-κράτη. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο κομμάτι της Μακεδονίας που περιήλθε στο ελληνικό κράτος, καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού του εκείνη την περίοδο δεν ήταν ελληνική ή τουλάχιστον ελληνόφωνη.

Ενάντια σε κάθε εθνικιστική απειλή


   Το ζήτημα, λοιπόν, που προέκυψε «ξαφνικά» πριν από 25 χρόνια ανακινείται ξανά τώρα. Ο πολιτικός κόσμος εμφανίζεται ώριμος και έτοιμος να λύσει το ζήτημα μια και καλή, χωρίς να κάνει πολιτικές εκπτώσεις και υποχωρήσεις από τις προηγούμενες πολιτικές που ακολουθήθηκαν, ενώ οι διάφοροι «μακεδονομάχοι» δηλώνουν έτοιμοι να πάρουν τους δρόμους για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Για άλλη μια φορά στην ελληνική κοινωνία μπαίνουν ψευτοδιλήμματα που την αποπροσανατολίζουν από την πραγματική χροιά του ζητήματος, που δεν είναι η εθνική, όπως διατείνονται όλοι, αλλά η πολιτική-ταξική.
   Κι αυτό γιατί το νόημα της όλης βιασύνης για να λυθεί το ζήτημα είναι η πρόθεση του γειτονικού κράτους να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και η αναγκαιότητα της σταθεροποίησης της συμμαχίας Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στην περιοχή υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Με την εξεύρεση λύσης στο όνομα, η Ελλάδα μπορεί να παίξει ρόλο ισχυρού εταίρου στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί και τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης, καθώς σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της ΠΓΔΜ, από το σύνολο των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα, η Ελλάδα έρχεται τρίτη με επενδύσεις που ανέρχονται σε 477,3 εκ. ευρώ και 10,8% επί του συνόλου. Ταυτόχρονα, η κινητοποίηση μιας μερίδας του πληθυσμού γύρω από το ζήτημα, αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη, την ίδια ώρα που ψηφίζονται μέτρα, όπως η κατάργηση της απεργίας. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο ιστορικός ρόλος του εθνικισμού: συσπείρωση του πληθυσμού γύρω από έναν κοινό εχθρό στο εξωτερικό, ώστε να ξεχαστούν τα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας, να αποδυναμωθούν τα ριζοσπαστικά κινήματα, να αλληλοφαγωθούν οι προλετάριοι και οι καταπιεσμένοι και εντέλει κερδισμένη να βγει η άρχουσα τάξη, πολιτικά ισχυρή και μη αμφισβητήσιμη.

Οι τάξεις δεν μετριούνται σε έθνος και φυλή


   Αυτό είναι και το σημαντικό που πρέπει να κατανοήσουμε. Η καταπίεση και η περαιτέρω υποβάθμιση των ζωών μας δεν πρόκειται να αλλάξουν. Ο αποπροσανατολισμός μας από την εντεινόμενη αυτή συνθήκη το μόνο που θα κάνει είναι να ενισχύσει το κράτος και το κεφάλαιο. Εξάλλου, το μακρύ του χέρι, οι φασίστες θα βρίσκονται στα συλλαλητήρια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μαζί με τους διάφορους «παμμακεδονικούς συλλόγους», καλούν φασιστικές και νεοναζιστικές γκρούπες, ακροδεξιοί σύνδεσμοι εφέδρων και αξιωματικών και φυσικά μια σταθερά εθνικιστική και μισαλλόδοξη μερίδα της ελληνικής εκκλησίας. Το δήθεν «ακομμάτιστο» αυτό συνονθύλευμα το μόνο που θα κάνει είναι να δώσει δημόσιο λόγο και κοινωνική νομιμοποίηση σε κάθε λογής φασίστες για να χύσουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο ενάντια σε καθετί που θεωρείται επικίνδυνο από το σύστημα και πρέπει να εξαφανιστεί.
   Εδώ είναι που μπαίνει και το πραγματικό ερώτημα: τι Βαλκάνια θέλουμε; Θέλουμε τα Βαλκάνια των αλυτρωτικών εθνικισμών, των «ανταλλαγών πληθυσμών», των εθνοκαθάρσεων και του αλληλοφαγώματος; Τα Βαλκάνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, της γενοκτονίας των Ποντίων, της Σρεμπρένιτσα και του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου; Ή θέλουμε τα Βαλκάνια της συναδέλφωσης των λαών, της αλληλεγγύης, της διεθνιστικής συσπείρωσης γύρω από τους κοινούς μας εχθρούς (κράτος, κεφάλαιο, εθνικισμό);

Μόνη πραγματική απάντηση ο διεθνισμός και η αλληλεγγύη

   
  Ο διεθνισμός, λοιπόν, αποτελεί την μόνη εφικτή, ενωτική και ειρηνική λύση. Κι αυτό γιατί δεν επιζητεί την εξόντωση πληθυσμών και ολόκληρων λαών. Αντίθετα, προτάσσει την αλληλεγγύη των προλετάριων και των καταπιεσμένων ενάντια σ’ αυτούς που μας εκμεταλλεύονται και καταστρέφουν τις ζωές μας. Κι ας μην γελιόμαστε. Μπορεί το περιεχόμενο να αλλάζει, όμως η μορφή της εκμετάλλευσης είναι ίδια και στις δυο πλευρές των συνόρων, όπως και σε κάθε κράτος. Φτωχοποίηση, υποβάθμιση των ζωών μας, αφαίρεση των δικαιωμάτων μας είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της επίθεσης που έχουν εξαπολύσει κράτος και κεφάλαιο εναντίον μας. Και η μόνη πραγματική αντίσταση είναι η ταξική-αντικρατική-διεθνιστική.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΡΑΤΗ ΑΦΕΝΤΙΚΑ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ