Τιμωρία & Φυλακή: Οικονομικές & Πολιτικές Σκοπιμότητες

Ομάδα Αυτομόρφωσης Κατάληψης LIBERTATIA
Νοέμβρης 2009
   Περιεχόμενα:

-Πρόλογος
-Εισαγωγή:λίγα λόγια για την τιμωρία
-Έγκλημα και ποινή, ιστορική διαδρομή
-Τιμωρία τον μεσαίωνα
-Μετάβαση στο καθεστός φυλάκισης
-Το πανοπτικό
-Η πολιτική οικονομία της φυλακής τον 20ο – 21ο  αιώνα
-Η άλλη λειτουργία της φυλακής: μια «εξασφάλιση» του κοινωνικού συνόλου στην υπηρεσία του πολιτικού αποπροσανατολισμού και ελέγχου του
-Ηλεκτρονική επιτήρηση
-Μηδενική ανοχή και ασφάλεια
-Η τιμωρία σήμερα
-Επίλογος
-Λίγα λόγια για την ομάδα αυτομόρφωσης
-Βιβλιογραφία

***Η μπροσούρα «Τιμωρία και φυλακή:Οικονομικές και Πολιτικές Σκοπιμότητες» τυπώθηκε στη θεσσαλονίκη το νοέμβρη του 2009 σε 3000 αντίτυπα. Διανέμεται χωρίς κανένα αντίτιμο μέσω ανοιχτών κοινωνικών χώρων καθώς και πάγκων αντιπληροφόρησης.

    Πρόλογος

   Το παρόν έντυπο, που ασχολείται με το θέμα του εγκλεισμού ως μορφή τιμωρίας, είναι αποτέλεσμα της πρώτης συλλογικής εργασίας των μελών της συνέλευσης αυτομόρφωσης της κατάληψης LIBERTATIA.  Ως αφορμή να ασχοληθούμε αυτομορφωτικά με το θέμα της φυλακής στάθηκαν κυρίως οι μεγάλες κινητοποιήσεις, μέσω της απεργίας πείνας, του έγκλειστου πληθυσμού της «χώρας» το νοέμβριο του 2008 αλλά ταυτόχρονα και η «ευαισθησία» μας ως πολιτικής ομάδας πάνω στο θέμα των πολιτικών κρατουμένων του πολιτικού χώρου στον οποίο κινούμαστε. Ως αιτία να ασχοληθούμε εμπεριστατωμένα με το συγκεκριμένο θέμα στάθηκε η ανάγκη ανάλυσης, κριτικής και εν τέλει σχηματισμού πολιτικού λόγου ως άτομα και ως ομάδα.
   Είναι γεγονός ότι ο αντιεξουσιαστικός, αυτόνομος, αναρχικός χώρος όλα τα προηγούμενα χρόνια συνέβαλε ιδιαιτέρως όσον αφορά την ανάδειξη του συγκεκριμένου ζητήματος. Μέσα από τη θεωρητική δουλειά και τις δράσεις αλληλεγγύης στους αγώνες των κρατουμένων έσπασε η σιωπή που η κυρίαρχη προπαγάνδα επέβαλλε πάνω  στο συγκεκριμένο ζήτημα. 
   Ξεκινώντας τις διαδικασίες αυτομόρφωσης πάνω στο ζήτημα, οι συζητήσεις περιστράφηκαν στο αν πρέπει να προχωρήσουμε θεωρητικά και μετέπειτα συγγραφικά στην εμβάθυνση ενός ζητήματος για το οποίο τα περισσότερα έχουν ήδη ειπωθεί. Θεωρώντας όμως το ζήτημα αιχμιακό και πάντα επίκαιρο αποφασίσαμε να προχωρήσουμε εμβαθύνοντας ακόμα περισσότερο σε πτυχές του που θεωρούμε ότι δεν έχουν αναδειχθεί στο σημείο που πρέπει.
   Έτσι μελετήσαμε το θέμα πιο σφαιρικά από την ιστορική, από την κοινωνική και οικονομική του σκοπιά. Αναζητήσαμε νέα βιβλιογραφία που αναδεικνύει νέες οπτικές του ζητήματος και ταυτόχρονα προχωρήσαμε στη μετάφραση κειμένων που η οπτική τους δεν έχει πλήρως αναδειχθεί. 
   Στην πορεία της όλης διαδικασίας αντιληφθήκαμε το τεράστιο εύρος που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο εγχείρημα, της ανάλυσης δηλ. του τρόπου δόμησης τιμωρητικών κανόνων από τις εκάστοτε κοινωνίες ή το θέμα των φυλακών/τιμωρίας στο σήμερα και στο αύριο. Θέλουμε να τονίσουμε ότι το έντυπο που διαβάζεται είναι αποτέλεσμα αυτομορφωτικής διαδικασίας μιας συλλογικότητας ατόμων και δεν είναι αλλά ούτε και θέλει να αποτελέσει ή να αντικαταστήσει μια διατριβή ακαδημαϊκού χαρακτήρα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
 Γι’ αυτό και όλα τα θέματα που εξετάσαμε προσπαθήσαμε να τα εξαντλήσουμε στα όρια του δυνατού για εμάς, αλλά και για το χαρακτήρα της μπροσούρας. Ελπίζουμε ότι το αποτέλεσμα, εκτός του ότι συνεισφέρει στον αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, αναδεικνύει κάποια νέα ζητήματα όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα.

    Εισαγωγή: λίγα λόγια για την τιμωρία

   Θεωρούμε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν, αυτό σημαίνει ότι του είναι απαραίτητη η συνεργασία για να μπορέσει να επιβιώσει. Ως επί το πλείστον πάντα λειτουργούσε μέσα σε ομάδες είτε αυτές ήταν αγέλες είτε νομάδες είτε χωριά, πόλεις, κράτη και ούτω καθεξής. Η συνεργασία που αναπτύχθηκε μεταξύ ατόμων ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης του ανθρώπου να ανταπεξέλθει στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντός του. Όντας μικρόσωμος και με περιορισμένη μυϊκή δύναμη, σε σχέση με άλλα ζώα, του ήταν απαραίτητη η ύπαρξη μιας ομάδας που θα ένωνε τις δυνάμεις τους με σκοπό την επιβίωση όλων. Η ομαδικότητα ήταν το στρατηγικό στοιχείο που  είχαν να αντιπαραθέσουν στη δυσκολία τους να επιβιώσουν.
   Με το πέρασμα των χρόνων και με την πλήρη ενσωμάτωση της πρακτική της ομάδας  στις δομές τους, ως μέσο για την επιβίωσή τους,  οδηγήθηκαν αυτόματα στην αύξηση του πληθυσμού τους. Οι μικρές ομάδες εξελισσόμενες σε μεγαλύτερες ανέπτυξαν ταυτόχρονα πιο πολύπλοκες μορφές οργάνωσης υπό την έννοια ότι δεν τους απασχολούσε κατά κύριο λόγο η επιβίωση αυτή καθαυτή. Η πιο πολύπλοκη μορφή οργάνωσης αφορά τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού των ατομικοτήτων που απαρτίζουν το σύνολο. Οι πολυεπίπεδες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ατομικοτήτων ορίζουν μια κοινωνική μορφή οργάνωσης, μια κοινωνία.
   Απαραίτητο στοιχείο για τη λειτουργικότητα μιας κοινωνίας είναι κάποιοι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών της. Κατά τη διάρκεια της ύπαρξης ομάδων ανθρώπων ως κοινωνίες οι κανόνες λειτουργίας τους εκπορεύονται και ταυτόχρονα αναπαράγονται  ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ομάδας και αποτελούν τη δομή πάνω στην οποία αλληλεπιδρούν οι πολυεπίπεδες κοινωνικές σχέσεις. Ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε κοινωνίας, οι κανόνες λειτουργίας ορίζουν π.χ. τις δομές των οικονομικών σχέσεων ή των σεξουαλικών σχέσεων και ούτω καθεξής, αλλά ταυτόχρονα καθορίζουν και τα πεδία-όρια δράσης κάθε ατόμου ή μιας υποομάδας ατόμων στις εκάστοτε σχέσεις που αυτά αναπτύσσουν.
   Αυτό που θα μας απασχολήσει είναι η έννοια της τιμωρίας ως ένας κανόνας που επιτηρεί και προστατεύει το υπόλοιπο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας μιας κοινωνίας. Η ύπαρξη ρυθμιστικών κανόνων λειτουργίας μιας κοινωνίας προϋποθέτει και την ύπαρξη κάποιων ασφαλιστικών δικλίδων που θα προστατεύουν την τήρηση και την εφαρμογή τους. Οι ασφαλιστικές αυτές δικλίδες παίρνουν τη μορφή μιας τιμωρίας με τη μορφή μιας συγκεκριμένης ποινής που υφίσταται κάποιος/α που θα παρεκκλίνει ή θα παραβεί μια επιβεβλημένη συμπεριφορά. 
   Η ύπαρξη κανόνων λειτουργίας δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό ή ακόμα αποτέλεσμα κοινωνιών που λειτουργούν βάσει ιεραρχικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων. Οι κανόνες είτε είναι αποτέλεσμα συλλογικών αντί-ιεραρχικών δομών που προέρχονται από τα κάτω είτε είναι αποτέλεσμα επιβολής από τα πάνω αποτελούν ένα κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινωνίας.
   Με πιο απλά λόγια, από το πιο ελευθεριακό μέχρι το πιο φασιστικό μοντέλο οργάνωσης μιας κοινωνίας η τιμωρία στις διάφορες μορφές που αυτή λαμβάνει αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκάστοτε κοινωνικής λειτουργίας.  Σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζουμε, είτε έμμεσα είτε άμεσα, ελευθεριακά ή φασιστικά μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης, μέσω της αναγνώρισης της τιμωρίας ως κοινής πρακτικής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η έννοια της τιμωρίας υφίσταται ως δομικό στοιχείο κοινωνικής «συνοχής» είτε αυτή αποτελεί σωματική τιμωρία, είτε εγκλεισμό, είτε εξοστρακισμό, είτε θάνατο. Το άλλο σίγουρο είναι ότι οι μορφές που αυτή λαμβάνει και εξωτερικεύεται είναι άμεση συνάρτηση και αποτέλεσμα των αξιακών παραγόντων που κάθε κοινωνικό σύνολο θέτει ως βάση για τον εαυτό του.
   Εν κατακλείδι και πέρα από το αυτονόητο της εξέλιξης του ανθρώπου και της ύπαρξης της τιμωρίας ως ρυθμιστικού παράγοντα μιας κοινωνίας, αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι οι εκάστοτε πρακτικές μορφές που αυτή λαμβάνει αλλά ακόμα περισσότερο οι βαθύτερες αιτίες που δημιουργούν τις συγκεκριμένες πρακτικές. Γι’ αυτό στο επόμενο κεφάλαιο θα γίνουν κάποιες αναφορές με βάση στοιχεία που συλλέξαμε πάνω στο θέμα των πρακτικών μορφών που λαμβάνει ιστορικά η τιμωρία.        

   Έγκλημα και ποινή, ιστορική διαδρομή

   Μέσα στη ροή της ιστορίας από τις πρωτόγονες κοινωνίες μέχρι σήμερα η εγκληματική πράξη ή η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αντιμετωπιζόταν από το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο με την επιβολή κάποιας ποινής στον αυτουργό της επίμαχης πράξης. Για κάθε ποινικό κώδικα πρωταρχικό ρόλο έπαιζαν οι ηθικές αξίες της κάθε κοινωνίας και το βασικό ερώτημα ήταν ποιος θα τον όριζε και θα τον εκτελούσε.
   Έτσι στις πρώτες οργανωμένες κοινότητες που ακολούθησαν το τέλος του νομαδικού τρόπου ζωής, τη νομιμότητα την όριζαν τα ίδια τα μέλη της κοινότητας λειτουργώντας όμως μέσα από το πρίσμα του οικογενειακού συνόλου. Διαφορές μεταξύ δυο μελών της κοινότητας ανάγονταν σε διαφορές μεταξύ των οικογενειών τους και η λύση δινόταν είτε με βίαιη σύγκρουση είτε με οικονομικό συμβιβασμό. Στην περίπτωση του οικονομικού συμβιβασμού ως κριτής του αντιτίμου μπορούσε να οριστεί ένα ή περισσότερα γηραιά μέλη της κοινότητας πάντα βέβαια με τα προσωπικά οφέλη που αποκόμιζαν από την υπόθεση ως αμοιβή.
   Παρόλο το διχασμό σε οικογένειες και φατρίες υπήρχαν και περιπτώσεις συσπείρωσης ολόκληρης της κοινότητας, για παράδειγμα  όταν μια πράξη ενός μέλους στρεφόταν ενάντια σε όλη την τοπική κοινωνία (καταστροφή φυσικού πλούτου, κυνηγιού κ.α.) τότε σχεδόν πάντα η ποινή ήταν ο θάνατος ενώ και πολλές φορές όλη του η οικογένεια έπρεπε να απομακρυνθεί.
   Με το πέρασμα του χρόνου, την αύξηση του μεγέθους των κοινοτήτων και την αλλαγή της οργανωτικής δομής τους, χάθηκε και αυτή η τάση των μελών να αυτό-διαχειρίζονται τις κοινωνικές τους σχέσεις σε περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς. Αυτός που άρχισε πλέον να παίρνει τις αποφάσεις και να ορίζει τις ποινές για κάθε εγκληματική πράξη ήταν ο μονάρχης ή αλλιώς βασιλιάς ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με παρόμοιο τίτλο.
   Έτσι λοιπόν, και με την εμφάνιση του πρώιμου κρατικού μηχανισμού τα μέλη της κάθε κοινωνίας έπρεπε πλέον να υπακούν σε νόμους φτιαγμένους από λίγους και φυσικά για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λίγων. Μάλιστα ενώ στην αρχή οι νόμοι είχαν προφορικό χαρακτήρα και η τήρησή τους βασιζόταν στο σεβασμό που έτρεφαν οι άνθρωποι για την θεϊκή υπόσταση, που είχε φροντίσει ο νομοθέτης–άρχοντας να τους προσδώσει, αργότερα διατυπώθηκαν σε γραπτή μορφή εγκαθιστώντας έτσι ένα γραπτό νομικό πλαίσιο που δύσκολα μπορούσε να αμφισβητηθεί.
   Ένα τυπικό παράδειγμα είναι ο κώδικας του χαμουραμπί που χρονολογείται περίπου στο 1750 π.χ. στη βαβυλώνα και θεωρείται η πρώτη οργανική συλλογή νόμων. Βασική αρχή του κώδικα ήταν η αρχή της ανταπόδοσης των ίσων και περιείχε 282 νόμους γνωστούς για την ακρίβεια και τη σκληρότητά τους. Ενδεικτικά αναφέρεται νόμος κατά τον οποίο αν κάποιος έχτιζε ένα σπίτι και αυτό γκρεμιζόταν σκοτώνοντας τον ιδιοκτήτη τότε ο χτίστης εκτελούνταν, αν πάλι τα συντρίμμια καταπλάκωναν τον γιο του ιδιοκτήτη τότε έβρισκε τον θάνατο ο γιος του χτίστη. Ακόμα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο κώδικας ήταν δημοσίως εκτεθειμένος για να μπορούν να τον βλέπουν όλοι και να μην καταφεύγουν σε δικαιολογίες για τυχόν παρερμηνείες, άσχετα φυσικά με το ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού δεν μπορούσε να διαβάσει. Σχεδόν αυτονόητο επίσης θεωρείται ότι η σκληρότητα των νόμων ήταν πολλαπλάσια όταν ο αυτουργός της παράνομης πράξης ήταν ένας δούλος και όχι ένας  «ελεύθερος » άνθρωπος.
   Η ύπαρξη γραπτών νομικών κωδίκων ευνόησε, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού των εκάστοτε τοπικών κοινωνιών, την ύπαρξη ενός ακόμα πιο οργανωμένου κρατικού μηχανισμού συρρικνώνοντας τη δύναμη του ενός άρχοντα-νομοθέτη και δίνοντας αυξημένη συμμετοχή της άρχουσας-αριστοκρατικής τάξης στη δημιουργία και επιβολή του νομικού πλαισίου. H αλλαγή αυτή είναι εμφανής, βλέποντας τον τρόπο που λειτουργούσαν οι πόλεις-«κράτη» στην αρχαία ελλάδα, όσον αφορά την απόδοση δικαιοσύνης.
   Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν φτάνουμε στην περίπτωση της αθηναϊκής δημοκρατίας όπου και έχουμε την αποθέωση της κρατικής επιβολής και διαχείρισης του ποινικού δικαίου. Αρχικά η ισχύς των θεσμών πήγαζε από την πεποίθηση ότι ήταν πανάρχαιοι απαράβατοι κανόνες συνυφασμένοι με τις πρώτες κοινωνίες που είχαν δημιουργηθεί από μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς και αποδιδόταν σε θεϊκή παρέμβαση.
   Έτσι λοιπόν στην αθήνα εγκλήματα όπως ο φόνος θεωρούνταν ιδιωτικής φύσης. Προϋπήρχαν της σύστασης της πόλης και αποτελούσαν παράβαση των θρησκευτικών νόμων, στο βαθμό που γινόταν αιτία μιάσματος επέσυραν την οργή των θεών και έφερναν το άγος στην πόλη.
   Για αυτό το λόγο πολίτες που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία (κυρίως οι υπότροποι) δικάζονταν μέσα σε πλοίο, τη στιγμή που οι δικαστές ήταν στην στεριά, για να μην μολύνουν με την παρουσία τους την πόλη. Τα δικαστικά όργανα που συνήθως αποφασίζουν την ποινή ήταν ο άρειος πάγος και το σώμα των εφετών στα οποία δικαίωμα να συμμετάσχουν είχαν μόνο οι ευγενείς. Η ποινή για τον φόνο ήταν σχεδόν πάντα η εκτέλεση που αναλάμβανε να πραγματώσει ένας εκ των στενών συγγενών του θύματος, πάντα όμως υπό την εποπτεία της πολιτείας. Σε περίπτωση που τα δικαστικά όργανα αποφαίνονταν μη εκ προνοίας (εξ αμελείας) φόνο τότε υπήρχε και η ποινή της εξορίας. Στην περίπτωση της εξορίας ο νομοθέτης δράκοντας εισήγαγε μια καινοτομία σύμφωνα με την οποία προβλεπόταν δίωξη από την πολιτεία σε όποιον επιχειρούσε να αντεκδικηθεί. Ο πολίτης στην εξορία ήταν υπό την προστασία του (αττικού) νόμου κάτι που αποδίδει πλέον στην πόλη το ρόλο του επίσημου και μοναδικού εκδικητή.
   Υπήρχε και η προληπτική εξορία, ο λεγόμενος εξοστρακισμός, ο οποίος ήταν η δεκάχρονη απομάκρυνση από την αθήνα των πολιτών που θεωρούνταν επικίνδυνοι για την ανατροπή της δημοκρατίας. Αυτό το μέτρο οφειλόταν στο φόβο των πολιτών για τη εγκαθίδρυση τυραννίδας και πολλές φορές οδήγησε σε εξορία πολίτες που είχαν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα και πολιτική δύναμη. Για να εφαρμοστεί ο εξοστρακισμός έπρεπε κατόπιν ψηφοφορίας να μαζευτούν έξι χιλιάδες όστρακα με γραμμένο πάνω τους το όνομα του επικίνδυνου πολίτη. Τέλος, αναφέρεται η ποινή της ατιμίας η οποία καταδεικνύει ότι το έγκλημα στην αρχαία Αθήνα χαρακτηρίζεται πλέον προσβολή της έννομης τάξης και ότι η ποινή είναι πολιτειακή αντίδραση για την προστασία αυτής.
   Η ατιμία ισοδυναμούσε με την απαγόρευση να παίρνει κανείς το λόγο στις δημόσιες συνελεύσεις, να εισέρχεται στην αγορά και στα ιερά, να συμμετέχει σε θυσίες ή αθλητικούς αγώνες και βέβαια να αναλαμβάνει δημόσια αξιώματα. Έχουμε λοιπόν την πολιτική και όχι τη φυσική απομάκρυνση του παραβάτη από το κοινωνικό σύνολο.
   Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και μετέπειτα της βυζαντινής, της οποίας το δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του ρωμαϊκού, ο ποινικός κώδικας προβλέπει για τους εγκληματίες την ποινή του θανάτου ή τον κολασμό των βασανιστηρίων, κάτι που έρχεται σε ταύτιση με τη νοοτροπία που επικρατούσε εκείνη την περίοδο για την ανθρώπινη ζωή,  δηλαδή την πλήρη απαξίωσή της. Κάποιες από τις συνηθέστερες ποινές πλην της θανάτωσης ήταν ο εξανδραποδισμός (υποδούλωση), ο ακρωτηριασμός, η κουρά (υποχρεωτική θητεία σε μοναστήρι), η διαπόμπευση, η εξορία και η δήμευση.
   Είναι καταφανής η αγριότητα στις περιπτώσεις θανάτωσης και βασανιστηρίων αλλά και η ηθική απαξία και η οικονομική εξαθλίωση μέσω άλλων «εναλλακτικών» μορφών τιμωρίας. Κάτι που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι στην αρχαία ρώμη και το βυζάντιο, στη βάση της ποινικής δίωξης βρισκόταν η αρχή της υπαιτιότητας, δηλαδή της ψυχικής σχέσης του δράστη με την πράξη του ως αποτέλεσμα νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς ετύγχαναν ειδικής μεταχείρισης από τη νομοθεσία.
   Αντίθετα με το βυζάντιο στο μεταγενέστερο οθωμανικό δίκαιο περιέρχεται ο διαχωρισμός μεταξύ κοσμικών και θρησκευτικών εγκλημάτων. Τα εγκλήματα κατά της θρησκείας, όπως η παράνομη συνουσία ή κλοπή, διώκονταν αυτεπάγγελτα και με καθορισμένες ποινές ενώ τα ιδιωτικά ,όπως φόνος ή σωματική βλάβη, θεωρούνταν αντιδικίες μεταξύ δράστη και του θύματος ή των συγγενών του. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως η ποινή επιβαλλόταν από την κρατική εξουσία. Εντύπωση προκαλεί η στοχοποίηση των φτωχότερων στρωμάτων και πολύ περισσότερο των αγροτών που μετανάστευαν στις πόλεις από τον κρατικό μηχανισμό ως κύρια πηγή εγκληματιών. Στην κυρίαρχη νοοτροπία οι πλέον αποκλίνουσες ομάδες ανθρώπων ήταν όσοι συνδεόταν με δημόσιους χώρους συνάθροισης ,όπως οι ταβέρνες ή τα καφενεία, έχοντας πιο πολύ να κάνει με μια αντίληψη του περιθωριακού, πιο πολύ ως ηθικής παρά κοινωνικής τάξης. 
           
   Τιμωρία τον μεσαίωνα

   Βαδίζοντας στο παρελθόν με μεγάλο διασκελισμό από τα πρώτα ιστορικά χρόνια μέχρι και τον 16ο αιώνα προσπαθήσαμε μέσα από παραδείγματα χαρακτηριστικών περιόδων να αποδώσουμε   ενδεικτικά στοιχεία του τρόπου τιμωρίας των ανάλογων εποχών. Μελετώντας την ιστορία και χρονολογικά βαδίζοντας προς το σήμερα δεν θα μπορούσαμε παρά να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας, στις βάναυσες συμπεριφορές και τα βασανιστήρια των μεσαιωνικών χρόνων καθώς και τη μετάβαση του τρόπου τιμωρίας, τη δημιουργία του νεωτερικού κράτους και τη γέννηση της φυλακής.     
   Οι μορφές τιμωρίας τον μεσαίωνα έχουν σαν κύριο χαρακτηριστικό τους το βασανισμό του σώματος. Υπάρχουν βέβαια και άλλες μορφές τιμωρίας όπως εξορία στα κάτεργα ή φυλάκιση αλλά αυτές (μορφές) υπολείπονται κατά πολύ σε ποσότητα  το κυρίαρχο μοντέλο τιμωρίας της εποχής που είναι τα βασανιστήρια.
   Ο βασανισμός ως ποινή έχει σαν χαρακτηριστικά την σκληρότητα, την βαναυσότητα, την απάνθρωπη συμπεριφορά και αποτελεί σε ολόκληρη την έκφανσή του σημάδι μιας δικαιοσύνης που εκδικείται ως επί το πλείστο το σώμα. Η απονομή του βασανισμού αναπτύσσεται σε πολλά κομμάτια και πολλές τεχνικές. Έτσι ανάλογα με το παράπτωμα ορίζεται λεπτομερώς και ακολουθία ποινών (μαστίγωμα με βουρδουλιές, παραμονή σε βραστήρα και μετά σπάσιμο άκρων).
   Η απονομή δικαιοσύνης (βασανιστήρια) πραγματοποιείται σε δημόσιο χώρο, όπου εκτυλίσσεται ένα πολύ σκληρό θέαμα. Εκτός από τα σημάδια παραδειγματισμού που θέλει να αφήσει στους παραβρισκόμενους, κύριο μέλημα είναι η επίδειξη δύναμης του απόλυτου άρχοντα (βασιλιά) προς τον υπήκοο, που τόλμησε να παραβεί το νόμο που αντιπροσωπεύεται από τον ίδιο. Η δημόσια εκτέλεση επίσης, εντάσσεται σε μια σειρά μεγάλων τελετουργιών (στέψη, είσοδος του βασιλιά σε μια κατακτημένη πόλη, καθυπόταξη των επαναστατημένων υπηκόων).  
   Η ύπαρξη του παραπάνω μοντέλου τιμωρίας στηρίζεται από ένα εθιμικό δίκαιο που έχει σαν αρχή την επιβολή της τιμωρίας από τον απόλυτο, έναν εξουσιαστή που δεν είναι άλλος από τον βασιλιά. Κανόνας είναι το δίκαιο του μονάρχη που αφαιρεί ή χαρίζει ζωές κατά μοναδικό και δικό του απόλυτο συμφέρον. Βέβαια υπάρχουν  συμβούλια από δικαστές και κλητήρες που κατά  περιόδους περιοδεύουν στην επαρχία για να δικάσουν και να εκτελέσουν τις ποινές, αλλά όταν προκύπτει κάποιο μεγάλο ζήτημα που προκαλεί αίσθηση και αναβρασμό ο μόνος που πραγματικά απονέμει δικαιοσύνη είναι ο βασιλιάς.
   Αναμφίβολα το βασανιστήριο την εποχή εκείνη θεωρείται πολιτικό όργανο του κράτους. Τα βασανιστήρια όμως είναι και αποτέλεσμα ενός συστήματος παραγωγής όπου οι δυνάμεις εργασίας, και κατά συνέπεια το ανθρώπινο σώμα, δεν έχουν την χρησιμότητα ούτε και την εμπορική λειτουργικότητα που θα τους αποδοθεί αργότερα σε μιαν οικονομία βιομηχανικού τύπου. Ο θάνατος είναι κάτι οικείο στη μεσαιωνική εποχή από δημογραφική και βιολογική άποψη. Ένα άλλο στοιχείο για τη μακρόχρονη διατήρηση των βασανιστηρίων είναι οι εξεγέρσεις που υπάρχουν στην ίδια εποχή.

   Μετάβαση στο καθεστώς φυλάκισης

   Στα τέλη του 18ου αιώνα συντελούνται αλλαγές και στον τρόπο που πραγματοποιούνται τα εγκλήματα (με πιο περίτεχνο τρόπο) αλλά και στην ποιότητα των εγκλημάτων με έμφαση στα εγκλήματα εναντίον της περιουσίας. Από τις αρχές του αιώνα έχουμε μια ανεκτικότητα της αστικής τάξης όσον αφορά κοινωνικά στρώματα που αρνούνται να πληρώσουν τους πολυάριθμους φόρους, έτσι αναπτύσσεται μία οικονομική «ευφορία». Κατά την πάροδο του χρόνου παρατηρείται μια γενική αύξηση του πλούτου και μια δημογραφική αύξηση, κύριος στόχος της λαϊκής παρανομίας δεν είναι πια τα δικαιώματα αλλά τα περιουσιακά στοιχεία.
   Παράλληλα οι αλλαγές που συντελούνται στην παραγωγή είναι εξίσου σημαντικές καθώς περνάμε στην εντατική καλλιέργεια και η γαιοκτησία μετατρέπεται σε απόλυτη ιδιοκτησία, αφού γίνεται τμήμα της αστικής τάξης και απαλλάσσεται από τα φεουδαρχικά βάρη. Καθώς οδεύουμε προς την απόλυτη ιδιοκτησία και την οικονομική ανάπτυξη, η σκληρότητα ενάντια στην παρανομία γίνεται πιο έντονη. Αναφαίνεται τώρα η ανάγκη να προσδιοριστεί κάποια στρατηγική καθώς και νέες τεχνικές κολασμού.
   Η νέα στρατηγική εντάσσεται στη γενική θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Υποτίθεται πως ο πολίτης αποδέχεται μια για πάντα, μαζί με τους άλλους νόμους της κοινωνίας και τον νόμο εκείνου που ενδεχόμενα θα τον τιμωρήσει. Το έγκλημα πλήττει ολόκληρη την κοινωνία και ολόκληρη η κοινωνία συμπεριλαμβανόμενου και του εγκληματία συνυπάρχει και στην τιμωρία. Ο παραβάτης πλέον γίνεται ένας κοινός εχθρός αφού πλήττει την κοινωνία από τα μέσα, ένας προδότης. Αναγνωρίζουμε εδώ την ανάγκη της εξουσίας για αναδιάρθρωση της δύναμής της.
   Το όνομα που αποδίδεται στην πολιτική αυτή οικονομία είναι ανθρωπισμός. Όσο για την ποινή, το κατώτερο όριό της το απαιτεί η ανθρωπιά και το δείχνει η πολιτική. Οι μεταρρυθμιστές της εποχής πιστεύουν πως δίνουν στην εξουσία ένα όργανο οικονομικά αποτελεσματικό και ικανό να γενικευθεί σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα,  να κωδικοποιήσει όλες τις συμπεριφορές και επομένως να περιορίσει ολόκληρο το διάχυτο πεδίο της παρανομίας.
   Αρχίζει πλέον να γίνεται σαφές ότι η τιμωρία από εκδικητική θα πρέπει να μετατραπεί σε παραδειγματική αλλά και έμμεσα σε συμμετοχική. Έτσι προτείνουν ποινές που να είναι φυσικές και να αναπαριστούν το έγκλημα, η θανάτωση να προκαλεί τη δολοφονία, η πυρά τον εμπρησμό. Όμως στη βάση των αδικημάτων υπάρχει η τεμπελιά η οκνηρία, αυτή πρέπει να καταπολεμηθεί. Η καλύτερη λοιπόν τιμωρία είναι η εργασία, ενάντια σε ένα πάθος(τεμπελιά) μία καλή συνήθεια.
   Για το κοινό καλό η ποινή που υπερισχύει είναι αυτή των καταναγκαστικών έργων (δημόσια έργα), που προϋποθέτει την κράτηση. Μέσα σε 20 χρόνια χτίζονται τεράστια φρούρια-φυλακές σε όλη την ευρώπη. Παρά την θέληση των μεταρρυθμιστών για κατάργηση των φυλακών, που θεωρούν την κράτηση ως όργανο κατεξοχήν της τυραννίας, η τιμωρία αποδίδεται εξολοκλήρου μέσω της φυλάκισης.*
    * Η φυλακή ως μέσω τιμωρίας προϋπήρχε από τον 18ο αιώνα, αλλά τώρα εφαρμόζεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Βλέπουμε κατά τον Φουκώ ότι η φυλακή συναντάται σε άλλες περιοχές ευρύτατα ενώ σε άλλες, σε μικρό ποσοστό ποινής. Παρόλες όμως τις διαφοροποιήσεις κατά περιοχή η φυλάκιση δεν θεωρείται ποινή την εποχή εκείνη(πριν το 1800). Άλλα στοιχεία (thomas szazz) αναφέρουν για τον εγκλεισμό που εφαρμόστηκε σ[1]ε νοσοκομεία του παρισιού ως ψυχιατρική νοσηλεία και όπου εκεί εγκλείονταν άποροι, εκδιωγμένοι από την οικογένεια ή το κοινωνικό σύνολο, άστεγοι κ.α.
   Το γεγονός της καθολικής αλλαγής των μέσων πειθάρχησης από τα βασανιστήρια προς την φυλάκιση, (εκτός των άλλων) έχει να κάνει με την άμεση συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου στην επιβολή της τιμωρίας. Η βία που ασκείται από άνθρωπο σε άνθρωπο αντικαθίσταται και προσαρμόζεται στην αύξηση του χρήσιμου πληθυσμού (εργατικού δυναμικού). Στα πλαίσια της διεύρυνσης και της συμμετοχής στα μέσα αποφάσεων, ο άνθρωπος εντάσσεται στη λογική αυτή και εγκαθιδρύει το Κράτος. Η αλλαγή αυτή καθορίζεται άμεσα από τον τρόπο αποφάσεων με σκοπό την  πειθάρχηση.
   Η φυλακή δημιουργήθηκε για να πειθαρχήσει σώμα και πνεύμα. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται παράλληλα με τις ανάγκες της βιομηχανίας, πρέπει να εφευρεθούν και τρόποι αυτοπειθαρχίας αυτού. Έτσι εφαρμόζονται συνήθειες ώστε ο χρόνος και το σώμα να αλλάξουν την «ψυχή». Τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι πειθαναγκασμού και εξαγκανασμού. Αυτό που εισάγεται με την εμφάνιση της φυλακής είναι η θεσμοποίηση της εξουσίας ή η καλύτερη εξασφάλισή της, αφού κρύβεται πίσω από μια γενική κοινωνική λειτουργία.
   Υπάκουο είναι το σώμα που μπορεί να υποτάσσεται, να χρησιμοποιείται και να μεταπλάθεται. Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που το σώμα γίνεται αντικείμενο επιτακτικών και πιεστικών επενδύσεων (έχουν προηγηθεί τα μοναστήρια, ο στρατός). Η πειθαρχία αρχίζει πρώτα με την κατανομή των ατόμων στο χώρο, απαιτεί πολλές φορές την περίφραξή του όπως και τον καθορισμό ενός χώρου διαφορετικού από όλους τους άλλους. Η αρχή της περίφραξης δεν είναι σταθερή. Το κάθε άτομο στη θέση του και για κάθε θέση ένα άτομο. Ο πειθαρχικός χώρος πρέπει να διαιρείται σε τόσα τεμάχια, όσα είναι τα σώματα ή τα στοιχεία που πρέπει να διαιρεθούν. Έτσι δημιουργείται ο κανόνας των λειτουργικών θέσεων που κωδικοποιεί – πραγματοποιεί στα πειθαρχικά ιδρύματα μια νέα αρχιτεκτονική.
       
  Το πανοπτικό

   Η νέα αρχιτεκτονική εκφράζεται από το σχήμα και την ιδέα που περικλείεται γύρω από το πανοπτικό. Σαν σχήμα είναι κυκλικό δακτυλιοειδές οικοδόμημα που στο κέντρο υπάρχει ένας πύργος. Γύρο από τον πύργο υπάρχουνε κελιά που έχουν παράθυρα το ένα απέναντι από το άλλο. Στο ένα (παράθυρο) μπαίνει φως που διαπερνά ολόκληρο το κελί με αποτέλεσμα στο άλλο παράθυρο να αποτυπώνεται η σκιά του εγκλείστου. Αρκεί ένας παρατηρητής, ο οποίος δεν είναι διακριτός από τους φυλακισμένους για να τους ελέγχει. Έτσι αποτυπώνεται το σχήμα του πανοπτικού που σε κάθε εφαρμογή του επιτρέπει την τελειοποίηση της άσκησης της εξουσίας.
   Το πανοπτικό είναι ένα σύστημα που μπορεί να εφαρμοστεί στα νοσοκομεία, στις φυλακές, στα εργαστήρια, στα σχολεία υπό τον όρο να υποστεί τις αναγκαίες αλλαγές. Το μείζον αποτέλεσμα του πανοπτισμού είναι το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, σε βάρος του, κατάσταση ορατότητας, που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Το ζήτημα δεν είναι να παρακολουθείται ο κρατούμενος συνέχεια, το ζήτημα είναι να ξέρει ότι παρακολουθείται. Έτσι το πανοπτικό σχήμα και οι λειτουργίες του διαχέονται σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και στόχος του είναι να γίνει μία γενικευμένη λειτουργία σε ολόκληρη την κοινωνία. Σε θεωρητικό επίπεδο ορίζεται ένας άλλος τρόπος καθυπόταξης του κοινωνικού σώματος, μεγαλώνοντας τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου της εξουσίας χωρίς η παρουσία του άρχοντα να είναι απαραίτητη.
   Η φυλακή πηγάζει από τους μηχανισμούς της πειθαρχικής εξουσίας και η γέννησή της προήλθε από το γεγονός ότι κάθε κοινωνία πρέπει να είναι πολιτισμένη, ότι η δικαιοσύνη θέλει να αποκαλείται «ίση» και από ένα δικαστικό σύστημα που θέλει να θεωρείται «αυτόνομο». Η φυλακή πρόκειται για την πιο μισητή λύση που μολαταύτα, κανείς δεν ξέρει πως να την αποφύγει.       
   Χρονολογικά η εξέλιξη της φυλακής έχει ως εξής: γέννησή της, καταγραφή της αποτυχίας της, σταδιακή κλιμάκωση των μεταρρυθμιστικών σχεδίων. Οι διαπιστώσεις που προκύπτουν δείχνουν ότι οι φυλακές δεν μειώνουν το ποσοστό της εγκληματικότητας: όσο και αν τις επεκτείνουμε και τις πολλαπλασιάσουμε, ο αριθμός των εγκλημάτων παραμένει σταθερός, ή ακόμα χειρότερα αυξάνει. Η φυλακή προκαλεί την υποτροπή – όταν βγει κάποιος από την φυλακή υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες από πριν για να ξαναμπεί σ’ αυτήν.
                
  Η πολιτική οικονομία της φυλακής τον 20ο – 21ο αιώνα

   Το μοντέλο του ανθρωπισμού βάσει του οποίου οι θεωρητικοί του 20ου αι. ανέλυσαν τη μετάβαση από τις σκληρές μορφές τιμωρίας του μεσαίωνα στη φυλάκιση της σύγχρονης εποχής θεωρείται πλέον ξεπερασμένο και αναχρονιστικό. Γι’ αυτό υπό το πρίσμα του μη ανθρωπισμού και της λογικής του διαίρει και βασίλευε πρέπει να αναλύσουμε τόσο το θεσμό της φυλάκισης όσο και τις επερχόμενες μετατροπές του. Ο μόνος τρόπος για να εξετάσουμε, δηλαδή, τη φυλάκιση και τη μορφή της τιμωρίας είναι οι εκάστοτε φιλοσοφίες της εξουσίας όσον αφορά την εξάσκηση και την εφαρμογή της ταξικής δύναμης γενικότερα.
   Ελλείψει ανάλογης βιβλιογραφίας στο θέμα της πολιτικής οικονομίας των φυλακών στα ελληνικά, η παρούσα ανάλυση θα βασιστεί σε δεδομένα που προέρχονται από την αναπτυγμένη δύση και δει τις ΗΠΑ. Θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι ο βαθμός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της διεύρυνσης και διάχυσης των παραγωγικών σχέσεων σε μεγαλύτερο φάσμα του πληθυσμού και ο βαθμός τελικά της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης ή ύφεσης καθόρισε τη φυλάκιση ως την κυρίαρχη μορφή τιμωρίας στον καπιταλισμό αλλά καθόρισε και τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτή.
   Αρχικά θα κάνουμε μια μικρή επισήμανση πάνω στην επιλογή της φυλάκισης ως τιμωρία: θεωρούμε ότι αυτή η επιλογή εφαρμόστηκε λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την εκβιομηχάνιση που παρατηρήθηκε μετά την αναγέννηση οπότε αυξήθηκαν οι ανάγκες για εργατικά χέρια. Η λογική που επέβαλε, επομένως, ως μορφή τιμωρίας τα σωματικά βασανιστήρια, τους ακρωτηριασμούς και τελικά τη θανάτωση άρχισε να απορρίπτεται σταδιακά ως αντιπαραγωγική (μια κοινωνία που είχε ανάγκη από όλο και περισσότερα εργατικά χέρια, δεν μπορούσε να τα κόβει και να τα θανατώνει). Υπό αυτό το πρίσμα επιλέχτηκε σταδιακά η φυλάκιση, όχι όμως, και το τονίζουμε, ως αποτέλεσμα ανθρωπιστικών λογικών αλλά οικονομικών συνθηκών.
   Το γεγονός ότι η φυλάκιση, ιδιαίτερα στα πρώτα της βήματα μετά το 1777, συνδέθηκε άμεσα με τις οικονομικές συνθήκες του καπιταλισμού φαίνεται στο ιστορικό παράδειγμα των ΗΠΑ. Για παράδειγμα την περίοδο 1790-1815 υπό την πίεση της γαλλικής επανάστασης και την τοποθέτηση του ανθρώπου στο προσκήνιο οι εξουσιαστές επέλεξαν το δρόμο της αναμόρφωσης μέσω της εργασίας στις φυλακές, μετατρέποντάς τις σε βιομηχανίες παραγωγής καρφιών, στουπιού, πετρών, μαρμάρων που χρησιμοποιούνταν από το κράτος για την κατασκευή δημοσίων κτιρίων και πλοίων προς ενίσχυση της οικονομίας. Οι συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές ήταν πολύ καλές αφού επέτρεπαν στους συγγενείς των φυλακισμένων να τους πηγαίνουν φαγητό, να πίνουν και να καπνίζουν παρέα και να διατηρούν σεξουαλικές επαφές. Η δε εργασία ήταν παραγωγική και ουσιαστική παρ’ όλο που ήταν βαριά. Αντιθέτως, όμως, την περίοδο 1812-1825 όταν μετά τον πόλεμο με την αγγλία, κάνει την εμφάνισή της η πρώτη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, αυξάνεται η ανεργία και η φτώχεια ενώ ο έγκλειστος πληθυσμός διπλασιάστηκε μέσα σε ένα χρόνο.
   Σε αυτή τη χρονική περίοδο οι εξουσιαστές είδαν τους φυλακισμένους σαν απειλή τόσο για τις οικονομικές όσο και για τις πολιτικές συνθήκες, αφού μέχρι πρότινος ένας έγκλειστος απολάμβανε περισσότερα πλεονεκτήματα από έναν εργάτη της κρίσης. Η τακτική που επιλέχτηκε τότε ήταν η υποβάθμιση των συνθηκών στις φυλακές τόσο ώστε να γίνουν χειρότερες από εκείνες του κατώτερου στρώματος της εργατικής τάξης. Επιλέχθηκαν λοιπόν τρεις τρόποι: 1) η δουλειά των φυλακισμένων μετατράπηκε σε σκληρή, μονότονη και ανούσια (σπάσιμο πέτρας) 2) απαγόρευσαν την κοινωνικοποιημένη μορφή της και 3) απαγόρευσαν τη δουλειά εξ’ ολοκλήρου.
   Την περίοδο 1825-1837 ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται στο peak του ζητώντας εργάτες και μην μπορώντας να τους βρει στρέφεται ξανά στους φυλακισμένους βελτιώνοντας για ακόμη μια φορά τις συνθήκες φυλάκισης. Ταυτόχρονα, όμως, η εργασία των έγκλειστων πληθυσμών άσκησε τρομερές πιέσεις στις μανιφακτούρες** καθιστώντας τες αντιπαραγωγικές στα συγκεκριμένα οικονομικά πλαίσια, αναγκάζοντας τους εργαζόμενους σε αυτές να μετατραπούν σε μισθωτούς εργάτες και να απασχοληθούν στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία.
   **Μανιφακτούρα: μια μορφή παραγωγής και οικονομίας που εμφανίστηκε λίγο πριν την εδραίωση και ανάπτυξη του καπιταλισμού, είναι δηλαδή ένα προστάδιό του. Κατά την μανιφακτούρα οι διάφορες οικογενειακές επιχειρήσεις που εμπλέκονται στον ίδιο τομέα παραγωγής συνενώνονται σε μία ενιαία μονάδα με οριζόντιες σχέσεις παραγωγής. Αυτή στη συνέχεια με την ανάπτυξη περαιτέρω της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δίνουν τη θέση τους στη βιομηχανική αλυσίδα παραγωγής.
   **Μισθωτός εργάτης: ο εργάτης ο οποίος «δεν έχει τίποτα άλλο να πουλήσει παρά μόνο την εργατική του δύναμη». Η βασική διαφορά του από τις προηγούμενες μορφές εργασίας είναι ότι ο μισθωτός εργάτης δεν έχει στην ιδιοκτησία του τα μέσα παραγωγής που είναι πλέον κτήμα ορισμένων καπιταλιστών)
   Η κατάσταση συνεχίζεται έτσι με τις περιόδους οικονομικής ευημερίας επιβάλλοντας λιγότερο αυστηρά συστήματα στις φυλακές και επιτρέποντας την εργασία των εγκλείστων, ενώ στις οικονομικές κρίσεις να αυξάνονται τα πειθαρχικά μέτρα, η αυστηρότητα, οι εξεγέρσεις, η ποσότητα του έγκλειστου πληθυσμού και να του απαγορεύεται η εργασία. Και μάλλον θα συνέχιζε έτσι αν δεν αυξάνονταν ταυτόχρονα ο αριθμός των εργατών σε τέτοιο σημείο που μέσω των σωματείων τους, αλλά κυρίως με τις πιέσεις των βιομηχάνων, να απαιτήσουν και να πετύχουν την κατάργηση της εργασίας των φυλακισμένων και την αντικατάστασή της από άλλα μέτρα αναμόρφωσης όπως η αναστολή.
   Αυτή την αλλαγή πολιτικής πρέπει να τη δούμε μέσα από το πρίσμα της εργασίας στον καπιταλισμό. Η δουλειά στον καπιταλισμό είναι και πρέπει να είναι εξαναγκαστική και καταναγκαστική γι’ αυτό οι καπιταλιστές εξασφαλίζουν τέτοιες συνθήκες διαβίωσης ώστε αυτό να είναι εφικτό. Επίσης ένας βαθμός ανεργίας είναι απαραίτητος έτσι ώστε να κρατιούνται οι μισθοί στα επιθυμητά επίπεδα, το ίδιο και τα κέρδη. Υπάρχει δηλαδή ένας εφεδρικός στρατός ανέργων ο οποίος εκτελεί αυτό το ρόλο. Και το κατώτερο κομμάτι αυτού του στρατού, κατά τον Μαρξ, αποτελεί ως επί τω πλείστον τον έγκλειστο πληθυσμό άρα και αυτός ο πληθυσμός επιτελεί έναν ανάλογο ρόλο σαν αυτό του εφεδρικού στρατού.
   Η αύξηση του έγκλειστου πληθυσμού και η συνακόλουθη πτώση του βιοτικού επιπέδου των ελεύθερων εργατών κατά τις οικονομικές κρίσεις αποτελεί μια πολιτική αλλά και οικονομική απειλή για το κράτος. Παρ’ όλα αυτά το κράτος μπορεί να τους χρησιμοποιήσει για να αυξήσει την αποδοχή της κοινωνικής κανονικότητας αλλά και ως οικονομική πηγή (τόσο μέσω της υπεραξίας των φυλακισμένων όσο και με την πτώση που προκαλούν στους μισθούς των εργατών).
   Και ερχόμαστε στο σύγχρονο παρόν, όπου είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι έχει δοθεί έμφαση περισσότερο στην πολιτική διάσταση της φυλακής παρά στην οικονομική. Παρόλα αυτά όμως συνεχίζει να εξυπηρετεί βασικούς οικονομικούς στόχους. Για παράδειγμα ο θεσμός της αναστολής που εφαρμόζεται στις ηπα και ορίζει ότι ανάλογα με τη φύση του εγκλήματος, το άτομο μπορεί να αφεθεί ελεύθερο εφόσον βρει το ίδιο ή ο υπεύθυνος αναστολής του δουλειά από την οποία αν απολυθεί ή παραιτηθεί αναγκάζεται να επιστρέψει στη φυλακή. Εδώ, λοιπόν, αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να σε δεχτεί πίσω μόνο σαν ένα καλολαδωμένο γρανάζι της παραγωγικής του μηχανής, πειθήνιο στα χέρια του κάθε εργοδότη, αφού ουσιαστικά πρέπει να υπομένεις οποιαδήποτε προσβολή και μείωση των εργασιακών σου δικαιωμάτων υπό την απειλή της άμεσης επιστροφής πίσω στα κολαστήρια της φυλακής.
   Επιπλέον ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρχίζει η μεταστροφή της φυλακής σε επιχείρηση. Είναι γνωστό πλέον ότι οι περισσότερες φυλακές στις ηπα είναι ιδιωτικές και αποδίδουν τεράστια κέρδη στους ιδιοκτήτες τους. Αλλά ταυτόχρονα διάφορες επιχειρήσεις έχουν εισβάλλει προσφέροντας, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες όπως ιματισμού, σίτισης, καθαρισμού κλπ. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα στη νιγρίτα σερρών όπου οι ίδιοι οι κάτοικοί της έκαναν πορείες ώστε να χτιστεί φυλακή εκεί και να τους προσφέρει κατά το παραπάνω πρότυπο θέσεις εργασίας και κέρδη.
   Ένα άλλο σημείο στην φυλακή- επιχείρηση το οποίο έχει ιδιαίτερη αξία να τονιστεί είναι ότι αυτή τη διάσταση της επιχείρησης η φυλακή την πήρε όταν, τουλάχιστον στους ειδικούς οικονομολόγους και αναλυτές, ήταν ορατά τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσης. Είναι πάγια τακτική του καπιταλισμού όταν εισέρχεται σε κρίση να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί εκείνες τις αγορές που δεν μπόρεσε να τις εκμεταλλευτεί σε βάθος.
   Έτσι, λοιπόν, προέκυψε και το μοντέλο φυλακή- επιχείρηση, μιας και το μάθημα του 19ου αι. είχε εμπεδωθεί και δεν μπορούσε να κληθεί πάλι ο έγκλειστος- εργάτης για να σώσει την κατάσταση (αφού κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε ανταγωνισμούς μεταξύ των καπιταλιστών μιας και θα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν ο καθένας για τον εαυτό του το εξευτελιστικά φθηνό, αλλά και ταυτόχρονα μικρό σε αριθμό, εργατικό δυναμικό της φυλακής). Είναι εξίσου περίεργο ότι στην πολιτεία της καλιφόρνια πρώτα εφαρμόστηκε αυτό το μοντέλο αλλά και στη συνέχεια, μιας και ήταν από τις πρώτες που ήρθε αντιμέτωπη με την κρίση, ανάγκασε αρχικά τους φυλακισμένους της να καλύπτουν οι ίδιοι τα έξοδά τους και όταν ούτε αυτό ήταν εφικτό άρχισε να αποφυλακίζει με γοργούς ρυθμούς. 
   Μήπως λοιπόν για άλλη μια φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται με αναβαθμισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά? Ήδη παρατηρείται συνεχώς τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια συνεχόμενη αύξηση του εγκάθειρκτου πληθυσμού δυσανάλογα με τον πληθυσμό της εκάστοτε χώρας ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε (όπως στο παράδειγμα της καλιφόρνια) μια συνεχή πτώση του βιοτικού επιπέδου των φυλακισμένων. Και όλα αυτά εν μέσω κρίσης. Σας θυμίζει μήπως μία πρότερη περίοδο της ιστορίας της φυλακής? 

Η άλλη λειτουργία της φυλακής: μια «εξασφάλιση» του κοινωνικού συνόλου στην υπηρεσία του πολιτικού αποπροσανατολισμού και ελέγχου του

   Ωστόσο, η φυλακή έχει εξελιχθεί σε ένα εργαλείο που χειρίζεται με πιο σύνθετο τρόπο το εργατικό πλεόνασμα και την ανεργία όσο και άλλα κοινωνικά προβλήματα που έχουν επίσης κατά κύριο λόγο οικονομική αφετηρία. Όπως παρατηρείται μάλιστα, ενσωματώνεται σε μια πρακτική που επισκιάζει την οικονομική αιτιολογία, προβάλλοντας ή ενισχύοντας σε επίπεδο φαντασιακό μιαν άλλη, ρατσιστικού χαρακτήρα, η οποία της επιτρέπει να ενισχύσει με πολλαπλό τρόπο όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πολιτική ισχύ των οικονομικά προνομιούχων μερίδων.  
Στις μέρες μας η φυλακή αποτελεί μια θεμελιακή δομή του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Αυτό μαρτυρούν τα τεράστια ποσά που δαπανώνται από τα κράτη για τη λειτουργία τους. Στις ηπα,  σύμφωνα με έρευνες τα τελευταία έτη ξοδεύονταν περίπου 3.500.000 δολάρια την ημέρα (= 1.000.095.000/ έτος). ‘’Βλ. Ch. Tartaro, M. Levy, ‘’Density, Inmate Assaults..’’, σ. 395’’. Ωστόσο, παρά την τεράστια επένδυση της «δικαιοσύνης» η εγκληματικότητα συνεχίζει να παρουσιάζει αύξηση στην Αμερική. Αυτό είναι ένα από τα πολλά δεδομένα που δηλώνουν σύμφωνα με σύγχρονους μελετητές την αποτυχία του συστήματος αυτού να επιτελέσει το προσδοκώμενο κοινωνικό του έργο.
Η διαπιστωμένη δυσλειτουργία και πολλαπλή προβληματικότητά του που το καθιστούν όχι μόνο ατελέσφορο αλλά επιπλέον παθογόνο κοινωνικό παράγοντα δεν ανέστειλαν ούτε την χρηματοδότηση ούτε την «υπέρ-αξιοποίησή» του. Τα δεδομένα των τελευταίων 30 ετών συνθέτουν μια εικόνα ισχυροποίησης και «διόγκωσης» της φυλακής. Το 2004, στις ηπα, φυλακίστηκαν, πάνω από 2.000.000 άνθρωποι, με κάποιες φυλακές να απαριθμούν σύνολο εγκλείστων που υπερέβαινε ως κατά 40% τη χωρητικότητά τους. Παρόμοια διαμορφώνεται και η κατάσταση στην ελλάδα. Η αθρόα φυλάκιση μεταναστών μετά το άνοιγμα των συνόρων καθώς και οι μακροχρόνιες ποινές που επιβάλλονται σε χρήστες ναρκωτικών με την κατηγορία της εμπορίας για τις μικροποσότητες που κατέχουν είναι οι κύριες αιτίες της συμφόρησης των ελληνικών φυλακών που κρατούν σε απάνθρωπες συνθήκες ως και 20 άτομα ανά κελί.
Απέναντι στην «πραγματικότητα» των αριθμητικών δεδομένων που δηλώνουν μια απειλητική αύξηση της εγκληματικότητας, ο λόγος περί παθολογίας της φυλακής φαίνεται τουλάχιστον επουσιώδης θεωρητικολογία. Τα κράτη, απερίσπαστα από τέτοιου είδους προβληματισμούς, προβαίνουν στην ανοικοδόμηση νέων φυλακών ή στην εφαρμογή νέων μοντέλων (Φυλακές Άμεσης Επιτήρησης).***
   ***Νέα γενιά φυλακών που προωθήθηκε στην Αμερική από την δεκαετία του 1970 με σκοπό την μεγιστοποίηση του ελέγχου των κρατουμένων.Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και οι μέθοδοι επιτήρησης κατακερματίζουν τον χώρο και τον έκγληστο πληθυσμό σε μικρές ενότητες ελεγχόμενες άμεσα από σωφρονιστικούς υπαλλήλους που εντάσσονται σε αυτές. βλ.Ch.Tartaro,’’Examining Implemen-tation Issues..’’ ,σ.219-237 και Tartaro,’’Watered Down..’’,σ.285 κ.ε. 
 Η επίμονη αγνόηση εναλλακτικών προτάσεων σωφρονισμού (ή μήπως απλώς τιμωρίας;) από τις κρατικές αρχές γεννάει εύλογα το ερώτημα αν βρίσκουν στη φυλάκιση κάποια ιδιαίτερη λειτουργικότητα. Πίσω από τα αριθμητικά δεδομένα, η εξέταση της ποιοτικής συγκρότησης του ποινικού πληθυσμού μπορεί να δώσει μια απάντηση. Τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αναδεικνύουν μια λανθάνουσα αιτιολογία διατήρησης του θεσμού, διαφορετική από αυτή που καλλιεργείται στη συνείδηση του ευρέως και κατά πολύ ανυποψίαστου κοινού.  α)Η σύμπλευση των δεικτών ανεργίας και φυλακίσεων, β) η σύσταση του ποινικού πληθυσμού σε ηπα και ευρώπη (άτομα από «κατώτερες» ή περιθωριοποιημένες κοινωνικές μερίδες, μειονότητες και εκπρόσωποι υποβαθμισμένων τομέων της αγοράς εργασίας), γ)η διαπίστωση «κενών» στην αμεροληψία των δικαστών σε υποβαθμισμένα κοινωνικά σύνολα και δ) η προσαρμογή της «δικαιοσύνης» τους στη ρητορική της εκάστοτε πολιτικής αρχής[1] στοιχειοθετούν για τη φυλακή ένα ρόλο πολιτικού εργαλείου που δικαιολογεί σαφέστερα την ανθεκτικότητα και μακροβιότητα του. Μέσα από αυτά τα στοιχεία η φυλακή επαναπροσδιορίζεται ως ένα μέρος των συστημικών δομών που η εκάστοτε πολιτική αρχή επαναρυθμίζει και προσαρμόζει για τη στήριξη και παγίωσή της. Ο σωφρονισμός και η κοινωνική εξυγίανση και ασφάλεια είναι η εύστοχη συγκάλυψη της πρακτικής αυτής και ταυτόχρονα το κατ’ επίφαση αγαθό που ανταλλάσουν με τη ψήφο εμπιστοσύνης ενός κοινού που αφήνεται πεπλανημένο να πιστεύει ότι μεριμνούν πρώτιστα και βέλτιστα για την ασφάλεια του. 
Το κοινωνικό αγαθό της τάξης και της ασφάλειας χρησιμοποιήθηκε ως δέλεαρ από τις συντηρητικές πολιτικές μερίδες για την προσέλκυση των μεσαίων και λιγότερο ευνοημένων τμημάτων του εκλογικού σώματος, που αντιλαμβάνονταν ωστόσο στη ζωή τους ένα επίπεδο ποιότητας μη διακυβεύσιμο. Αξιωματούχοι και στελέχη συντηρητικών παρατάξεων (όπως της κυβέρνησης του νίξον) έχουν ομολογήσει ότι «αξιοποιούσαν» το ζήτημα της εγκληματικότητας για να προσελκύσουν λευκούς που ήταν επιφυλακτικοί- εχθρικοί απέναντι στις μειονότητες. «Βλ. R. Helms, D. Jacobs, σ. 582»
Η ίδια πολιτική ρητορική, φυσικά, απέναντι στο αγαθό της ασφάλειας δεν αντιπαράθεσε ως απειλή τις ιδιοτελείς και κάθε λογής προβληματικές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόζουν οι εκάστοτε πολιτικές εξουσίες. Μια τέτοια ομολογία θα συνεπαγόταν ανάληψη της ευθύνης και δέσμευση των πολιτικών αρχών να καταπολεμήσουν την εγκληματικότητα ξεκινώντας από τα βασικά αίτιά της: την άνιση κατανομή του πλούτου και όλων των συναρτημένων με αυτόν αγαθών. Ήταν πιο συμφέρον να μετατεθεί η ευθύνη σε μια «από μηχανής» και αναίτια εγκληματικότητα μέσα από τη δαιμονοποίηση των εγκληματιών.
 Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται σαφής η λογική βάση δηλώσεων, όπως του άγγλου τέως πρωθυπουργού john major ότι το έγκλημα είναι ελεύθερη ατομική απόφαση και όχι γενικότερο, πολύ-παραγοντικό κοινωνικό σύμπτωμα. Απέναντι, λοιπόν σε μια ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα, οι πολιτικές αρχές παρουσιάζονται να καθησυχάζουν με «χρωματιστές χάντρες» τους ψηφοφόρους τους και να τους εξαπατούν με λύσεις όχι απλώς επιφανειακές αλλά αποπροσανατολιστικές και περαιτέρω επιζήμιες.
 Οι φόβοι, οι ανασφάλειες και η συνεπαγόμενη επιθετικότητα του ψηφοφόρου κοινού, ιδιαίτερα στη διάρκεια κρίσιμων περιόδων, κατευθύνονται και εκτονώνονται σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες που στοχοποιούνται και ενοχοποιούνται μέσα από την καλλιέργεια αισθημάτων ανασφάλειας και τρόμου για το οικονομικά, φυλετικά και εθνικά διαφορετικό.
 Ανάγοντας το σύμπτωμα σε ψευδό-αίτιο του κλονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, η πολιτική δικαιολογεί και εφαρμόζει έναν στιβαρό (όχι όμως και αμερόληπτο) και ολοένα ανελέητο σωφρονισμό, ζωτικές λειτουργίες και δομές του οποίου είναι ο εγκλεισμός και η φυλακή.
 Η λύση αυτή που προτείνουν εξυπηρετεί περαιτέρω και «εμπλουτίζεται» διαρκώς: ο εκδικητικός και απάνθρωπος χαρακτήρας του σωφρονιστικού συστήματος και συναφείς με αυτό λογικές, όπως το «δόγμα της μηδενικής ανοχής» ή η εναλλακτική της ηλεκτρονικής επιτήρησης, εξυπηρετούν παράλληλα τη θεμελιώδη ανάγκη κάθε εξουσίας για έλεγχο των παραμελημένων και αδικημένων  πληθυσμιακών ομάδων που αποτελούν πιθανές εστίες διεκδικήσεων και ανατροπών. 
Σε αυτό το φόντο, η φυλακή προβάλλει ως ένας απαραίτητος κρίκος/γρανάζι των λειτουργιών που απενοχοποιούν, διασφαλίζουν και αναπαράγουν την πολιτική ιδιοτέλεια, ασυδοσία και τις αδυναμίες του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης :
Από τη μια εκτονώνει το αίσθημα ανασφάλειας και δυσαρέσκειας του τρομοκρατημένου ψηφοφόρου κοινού και του προσφέρει ικανοποίηση απομονώνοντας και βασανίζοντας τα «παθολογικά στοιχεία» /μονάδες σε ένα είδος επίγειου κολαστηρίου.
Από την άλλη, απομονώνει, αδρανοποιεί, αν όχι συνθλίβει, για τις συντηρητικές και κάθε είδους ιδιοτελείς πολιτικές αρχές, και πάλι, «παθολογικά στοιχεία» ιδωμένα όμως τώρα και ως ανατρεπτικά. Με άλλα λόγια, λειτουργεί ως μια συγκεκαλυμμένη (κάτω από το πρόσχημα της κοινωνικής εξυγίανσης), ιδιαίτερα αποτελεσματική αλλά βάναυση πρακτική καταστολής.

   Ηλεκτρονική επιτήρηση

   Η νέα αντίληψη για την καταπολέμηση της πραγματικότητας δημιούργησε τη βάση και το άλλοθι για την εισήγηση νέων τεχνικών ελέγχου. Η  ηλεκτρονική επιτήρηση, είναι το «παιδί» της σύγχρονης εποχής, που θέτει τα ηλεκτρονικά μέσα και τη μικρό-τεχνολογία στην υπηρεσία της νέας κοινωνικής πολιτικής και των στρατηγικών της.
   Οπτικοακουστικά μέσα  εγκατεστημένα σε έναν συγκεκριμένο χώρο (κουτιά με κάμερες) ή προσαρτημένα στο ανθρώπινο σώμα  (ηλεκτρονικά βραχιόλια), εισήχθησαν ως μια μορφή αποτελεσματικού ελέγχου για να προαγάγουν την από-ιδρυματοποίηση μέρους των φυλακισμένων και την επανένταξη τους στο κοινωνικό σώμα.
   Ωστόσο οι νέες μέθοδοι φαίνεται να τους παραδίδουν σε μια ιδιότυπη ελευθερία, στο πλαίσιο της οποίας καθίστανται αντικείμενα διαρκούς παρακολούθησης και πειθάρχησης, μέσα από ένα σύστημα ελέγχου όχι μόνο της κίνησής τους στον χώρο, αλλά μέτρησης και καταγραφής των ζωτικών λειτουργιών του σώματός τους, όπως ο ρυθμός της αναπνοής, η πίεση του αίματος κ.α. Η επιστημονική γνώση (ιατρική, φυσική και τεχνολογικές εφαρμογές της κ.α.)  χρησιμοποιείται στη δημιουργία μιας μικρο-τεχνικής ελέγχου που στερεί από το ελεγχόμενο άτομο τις προϋποθέσεις της προσωπικής ακεραιότητας και αυτονομίας του : τη ζωτική αίσθηση του ιδιωτικού-αποκλειστικού χρόνου και χώρου, ακόμη και ενός «ιδιωτικού» σώματος.
   Έτσι, η διαδικασία του ελέγχου, πέρα από το να αποτελεί μια απτή και οριοθετημένη πρακτική, γίνεται πλέον άυλη, διανοητική και κομμάτι της αντίληψης και του νου : ο ελεγχόμενος ενσωματώνει ή κυριολεκτικά «εν-νοεί» την ιδέα  ότι παρακολουθείται  αδιάκοπα και πειθαρχεί σχεδόν ασύνειδα. Γίνεται από υποκείμενο, μια μονάδα μετρήσιμη, οριοθετούμενη και καθοδηγούμενη.
   Δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι, με την ηλεκτρονική επιτήρηση, επιτυγχάνεται, στην ουσία, η πολύ δυσοίωνη για όλους μεταφορά και «έξοδος» του πανοπτικού μοντέλου ελέγχου από τα «τείχη της φυλακής»  και η ενσωμάτωση του στην αντίληψη του επιτηρούμενου και, μέσω αυτού, στο κοινωνικό σώμα. 
   Με τρόπο χαρακτηριστικό για την εποχή μας, η αποϋλοποιημένη πλέον πληροφορία, κύρια προϋπόθεση του ελέγχου και της εξουσίας, επιφέρει μια ανάλογη μεταλλαγή των δομών τους. Έτσι, προκύπτει ως πιο συνεπές, να γίνεται λόγος μάλλον για ηλεκτρονική αποϋλοποίηση των ιδρυμάτων και διαδικασιών επιτήρησης και πειθάρχησης, και με αυτόν τον τρόπο μάλλον μιας δικής τους απελευθέρωσης και «εξόδου» στο κοινωνικό σύνολο, παρά των ηλεκρτονικά επιτηρούμενων που απο-ιδρυματοποιούνται.
   Οι ευρύτερες «δυνατότητες», όμως, της ηλεκτρονικής επιτήρησης δεν ήταν δυνατόν να περάσουν απαρατήρητες από την ίδια την κρατική εξουσία είτε από ανεξάρτητους ιδιωτικούς οργανισμούς. Η εμπειρία της αποϋλοποιημένης φυλακής-φάντασμα και της «πανοπτικής» πειθάρχησης δεν βαραίνει μόνο τους από-ιδρυματοποιημένους κρατούμενους, αλλά γίνεται σταδιακά κοινή για ολόκληρη την κοινωνία. Κυκλώματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης στους δρόμους και  σε εσωτερικούς χώρους  καθιστούν διαφανείς και τις πιο ασήμαντες δραστηριότητες και παρέχουν την «απαραίτητη» γνώση στους εκάστοτε «επιτηρητές» παγιώνοντας ολοένα τη δύναμη τους.
   Για τα παρακολουθούμενα μέλη του κοινωνικού συνόλου το αποτέλεσμα είναι αντίστροφο, καθώς αφοπλίζεται από το αίσθημα του φόβου που υπονομεύει την ανεξάρτητη βούλησή τους και την υγιή αντιδραστικότητά τους σε συνθήκες που παραβιάζουν τα δικαιώματά τους.  

   Μηδενική ανοχή και ασφάλεια

   Εξετάζοντας το θέμα της φυλάκισης ως τιμωρίας, τις πτυχές και μεταλλάξεις που παίρνει ή μπορεί αυτή να πάρει, δεν θα μπορούσαμε να μην ασχοληθούμε και με τους τρόπους παραγωγής ή κατασκευής της απαραίτητης ιδεολογίας βάσει της οποίας το όλο θέμα σήμερα εξελίσσεται. Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι δηλ. για την εγκληματικότητα, πώς να ελέγχονται και πώς να τιμωρούνται.
   Αναλύοντας παρακάτω το δόγμα της μηδενικής ανοχής θα ήταν παράλειψη από μέρους μας να μην κάνουμε παράλληλα μια αναφορά και στο δόγμα της ασφάλειας. Σαν δόγμα ασφάλειας εννοούμε την ιδεολογία του φόβου που αναπτύχθηκε μετά την 11/9/01. Αν και πλασαρίστηκε ως η απάντηση στον κατασκευασμένο «πόλεμο των πολιτισμών» και ως ένα αμυντικό δόγμα απέναντι στον εξωτερικό εχθρό θεωρούμε ότι κατά βάση εξυπηρετεί την καταστολή κυρίως του εσωτερικού εχθρού.
   Η ανάγκη για μια ασφαλή ζωή χωρίς εκμετάλλευση και εξαθλίωση μετατρέπεται στο φοβικό σύνδρομο της ασφάλειας της απώλειας του υπάρχοντος συστήματος-προστάτη. Χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ανά την ιστορία από τους κυρίαρχους για την επίτευξη διάφορων στόχων και με διάφορες μορφές. Για την αντιμετώπιση ενός φανταστικά δυνατού ή όντως δυνατού αντιπάλου οι εκάστοτε κυρίαρχοι χρησιμοποιούν το φοβικό σύνδρομο της ασφάλειας για να δικαιολογήσουν την στοχοποίηση και καταστολή μερίδων του πληθυσμού με δύο κυρίως στοπούς: από τη μια να δημιουργήσουν σύγχυση και πλασματική εχθρότητα στην πλειονότητα του πληθυσμού και από την άλλη για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν οικονομικά τη νέα κατάσταση που δημιουργείται.
   Στην περίπτωσή μας μπορούμε να πούμε ότι τα δύο αυτά δόγματα, ανοχής και ασφάλειας, αλληλοσυμπληρώνονται ή καλύτερα ότι, υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους. Κι’ αυτό γιατί αν και το δόγμα της μηδενικής ανοχής απαντά πρώτα στο θεωρητικό επίπεδο κατά το ήμισυ αποτελεί πρακτική εφαρμογή του, το δόγμα της ασφάλειας απαντά κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο και εμπεδώνεται πρακτικά από την λογική της μηδενικής ανοχής.
   Λόγω όμως μιας χρονικής διαφοράς 20 περίπου ετών που μεσολαβούν από τις δύο προπαγάνδες νοούμε το δόγμα της μηδενικής ανοχής ως το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο για την περαιτέρω ανάπτυξη του δόγματος της ασφάλειας και την κατ’ επέκταση αναγωγή αυτού σε σύγχρονη θρησκεία του συστήματος. Η ιδεολογία του φόβου ή δόγμα της ασφάλειας που αυτή η προπαγάνδα προκαλεί είναι και αυτή που ευθύνεται για τους τρόπους διαχείρισης του ελέγχου και της τιμωρίας. Παρακάτω θα κάνουμε μια μικρή αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα εξετάζοντας το δόγμα της μηδενικής ανοχής.
   Το 1984 το ινστιτούτο μανχάταν, οργανισμός που ίδρυσαν ο antony fisher (μέντορας της μάργαρετ θάτσερ) και ο william casey (μετέπειτα διευθυντής της cia), με στόχο την εφαρμογή των αρχών της οικονομίας στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, πλασάρει το βιβλίο του charles murray χάνοντας το έδαφος. Βιβλίο που λειτουργεί ως βίβλος ενάντια στο κράτος πρόνοιας. Σύμφωνα με το βιβλίο την ευθύνη για την άνοδο της ανέχειας στην αμερική φέρει η υπερβολική γενναιοδωρία των πολιτικών παροχής βοήθειας στους στερημένους: Αυτή ανταμείβει την απραξία και επιφέρει τον ηθικό εκφυλισμό των λαϊκών τάξεων, και κυρίως εκείνων των «παράνομων» συμμοριών που αποτελούν την έσχατη αιτία για όλα τα δεινά των σύγχρονων κοινωνιών-μεταξύ άλλων και για τη «βία των πόλεων». 
   Στις αρχές του 1990 το ινστιτούτο μανχάταν, καθιερωμένο πλέον ως το πρώτο «εργοτάξιο ιδεών» της αμερικανικής δεξιάς και επιδοτούμενο από 5εκ. δολάρια, ξεκινάει την προπαγάνδα μέσω συνεδρίων και περιοδικών με θέμα την «ποιότητα ζωής». Κεντρική ιδέα είναι ότι «η ιερότητα των δημόσιων χώρων» είναι αναγκαία για τη ζωή μέσα στη πόλη ενώ η «αταξία» στην οποία αρέσκονται οι ενδεείς τάξεις αποτελεί το φυσικό έδαφος του εγκλήματος.
   Ανάμεσα στους συμμετέχοντες με προσοχή και ζήλο σε αυτό το «διάλογο» είναι και ο εισαγγελέας-βεντέτα της νέας υόρκης ρούντολφ τζουλιάνι που θα γίνει δήμαρχός της το 1993. Επίσης συμμετέχουν όλοι οι βασικοί ιθύνοντες της αστυνομικής και δικαστικής πολιτικής που έμελλε να μεταμορφώσουν την νέα υόρκη σε παγκόσμια βιτρίνα του δόγματος της «μηδενικής ανοχής». Παραχωρώντας εν λευκώ το δικαίωμα στην αστυνομία να καταδιώκει με δριμύτητα τη χαμηλή παραβατικότητα και να εξωθούν τους ζητιάνους και τους άστεγους στα υποβαθμισμένα προάστια.
   Κεντρική ιδέα του όλου δόγματος είναι το λαϊκό απόφθεγμα «όποιος κλέψει ένα αυγό θα κλέψει κι ένα βόδι», ότι δηλ. οι μεγάλες εγκληματικές παθολογίες μπορούν να αναχαιτιστούν μόνο αν καταπολεμηθούν βήμα προς βήμα οι μικρές καθημερινές αταξίες. Στόχος είναι να απαλυνθεί ο φόβος των μεσαίων και των ανώτερων τάξεων που ψηφίζουν, από τις μόνιμες παρενοχλήσεις των φτωχών στους δημόσιους χώρους (δρόμοι, πάρκα, σταθμοί, λεωφορεία, μετρό κτλ.). Για να πραγματωθεί αυτό επιστρατεύονται τρία μέσα: α) ο δεκαπλασιασμός του αριθμού και του εξοπλισμού των αστυνομικών δυνάμεων, β) η καταμετρούμενη υποχρέωση αποτελεσματικότητας, γ) ο μηχανοργανωμένος έλεγχος (λογισμικό κεντρικό, αναγνωριστικό, χαρτογραφικό, φάκελο πληροφοριών, με πρόσβαση από τα περιπολικά) για τον συνεχή αναπροσανατολισμό και ακαριαία επέμβαση της αστυνομίας για την αδιάλλακτη εφαρμογή του νόμου απέναντι σε ήσσονες ενοχλήσεις, όπως η μέθη, η διατάραξη κοινής ησυχίας, η επαιτεία, οι προσβολές κατά των ηθών, οι απλές απειλές και «άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές που συνδέονται με τους άστεγους».
     Λιγότερο κράτος απαιτεί ο νεοφιλελευθερισμός. Η μείωση αν όχι εξάλειψη των κοινωνικών δαπανών, η «εξουδετέρωση» των συνδικάτων και η κατάργηση των κανονισμών πρόσληψης και απόλυσης αναγορεύει την «ευέλικτη» απασχόληση σε πρότυπο εργασίας. Η «εύκαμπτη» εργασία ενισχύει βέβαια τη παραγωγή περισσότερου πλούτου, για τους λίγους. Για τους πολλούς, σημαίνει προσωρινότητα, ένδεια και ιλιγγιώδη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, με αποτέλεσμα τις φυλετικές διακρίσεις και την εγκληματικότητα.
   Το αίτημα για λιγότερο κράτος έχει ως συνέπεια τη μεταμόρφωση / μετατροπή του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής διαχείρισης της φτώχειας του 1950-60-70 σε ποινικό κράτος, το οποίο στηριζόμενο στο δόγμα της μηδενικής ανοχής ποινικοποιεί τη φτώχεια. Ταυτόχρονα συμπληρώνεται από το κράτος τιμωρίας, όπου με την εγκληματοποίηση της εξαθλίωσης έχει ως αποτέλεσμα την υπερμεγέθυνση της βιομηχανίας των φυλακών. Στόχος είναι η νέα διαχείριση της κοινωνικής «ανασφάλειας» που προκύπτει από την απορρύθμιση των «σταθερών» σχέσεων εργασίας και την επέλαση των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων. Σκοπός είναι να πειθαρχήσει τα δύσπιστα τμήματα της «εργατικής τάξης» στις νέες «επισφαλείς» συνθήκες, να εξουδετερώσει κοινωνικά όσα στοιχεία τους αντιμετωπίζονται ως πλεονάζοντα από αυτήν την αλλαγή και τέλος να συρρικνώσει και να επικυρώσει την κρατική εξουσία και δράση σ’ έναν εξαιρετικά περιορισμένο κοινωνικό χώρο ευθύνης.

  Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

   Ερχόμενοι στην πραγματικότητα του σήμερα οι θεσμοί έχουν θωρακιστεί, τελειοποιηθεί ,μη έχοντας να αντιπαρατεθούν με διαφορετικό σύστημα, και τελικά έχουν αφομοιωθεί από την κοινωνία.
   Ο νόμος και η τάξη αμφισβητούνται καθημερινά από μεμονωμένες υπάρξεις γεμίζοντας τα έδρανα των δικαστηρίων διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργικότητα του κράτους που υπηρετούν και οι ίδιοι χωρίς να από-δομούν την έννοια αυτού. Ένα σύστημα που είναι άδικο ακόμα και στους νόμους που έχει θεσπίσει για να προστατευθεί. Λειτουργώντας και υπερασπίζοντας τα ιδανικά της κοσμικής μεγαλοαστικής τάξης, συντηρεί και την επιδοκιμάζει μην τιμωρώντας μεγαλοβιομήχανους, εφοπλιστές και πολιτικούς όπως και συναδέλφους τους αστυνομικούς.
   Αντίθετα κατακρεουργεί μικρό-παραβάτες, χρήστες ναρκωτικών, πολιτικούς κρατούμενους, για παραβάσεις που σε αναλογία με τους παραπάνω είναι ασήμαντες. Έτσι επικρατεί η φωτογραφία της κοινωνίας που δεν είναι άλλη από το γλείψιμο τη ρουφιανιά και το βόλεμα σε ένα δίκιο που εφαρμόζεται επιλεκτικά με κύριο γνώμονα τις καλές σχέσεις με τη δύναμη του χρήματος.
   Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε και να μην αγωνιζόμαστε για την καλυτέρευση των συνθηκών στις φυλακές του σήμερα. Οι πρωκτικοί και κολπικοί έλεγχοι η υπέρ-συμφόρηση των φυλακών, οι δολοφονικές μεταγωγές και οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους αγωνιστές των φυλακών δεν μπορούν να μας αφήσουν αμέτοχους παρατηρητές.
   Εν τέλει, δεν θεωρούμε εφικτή την πραγμάτωση στο εδώ και τώρα του γκρεμίσματος των φυλακών. Δυστυχώς η παρούσα κοινωνία δεν μας προϊδεάζει για κάτι τέτοιο. Η κατάργηση των φυλακών, αν δεν αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου, μπορεί να πραγματωθεί μόνο βάση των κυρίαρχων εκμεταλλευτικών σχέσεων και αυτό πάλι για να δικαιολογήσει τον ανθρωπισμό των κρατούντων σχέσεων εξουσίας που θα εξυπηρετεί μια μετάλλαξη των παραγωγικών σχέσεων και κατ’ επέκταση του καθεστώτος επιτήρησης των υπηκόων. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταματάμε να αγωνιζόμαστε για την κατάργηση των φυλακών ή το να στεκόμαστε αλληλέγγυοι απέναντι σ’ αυτούς που διεκδικούν, όντας έγκλειστοι.

  Επίλογος

   Κάνοντας μια σύνοψη όλων των παραπάνω θα λέγαμε ότι η φυλακή ως μέσο τιμωρίας είναι αποτέλεσμα της μετάβασης από το φεουδαρχικό στάδιο οργάνωσης στον καπιταλισμό και κατ’ επέκταση της μετατροπής των παραγωγικών σχέσεων. Εκτός δηλαδή από ένα εξανθρωπισμένο μέσο επιβολής και επιτήρησης του πληθυσμού, είναι και ένα μέσο διαχείρισης της εργατικής δύναμης στο πλαίσιο της πειθάρχησης των εργατών στις εκμεταλλευτικές συνθήκες εργασίας που δημιουργούνται. Ταυτίζεται με τη γέννηση του «νεωτερικού» κράτους, την ατομική και συλλογική επιτήρηση μέσα από ένα συνολικότερο δίκτυο παραγωγής αξιών που δεν πρόκειται να σταματήσει, αλλά αντίθετα θα μεγεθυνθεί.
   Πέρα όμως από την κριτική που κάνουμε στον «κοινωνικό» όρο φυλακή-επιτήρηση μέσα από την ανάλυσή μας, θα ήταν ελλιπής μια τέτοια προσπάθεια αν δεν πρότεινε και κάποια λύση στο πρόβλημα. Δεν εντοπίζουμε το πρόβλημα στις φυλακές αυτές καθ’ αυτές γιατί αποτελούν ένα πολύ μικρό κομμάτι περίπου 300 χρόνια στην ιστορία της πρακτικής απονομής τιμωρίας, αλλά στην τιμωρία όπως αυτή διαμορφώθηκε σε ιεραρχικά δομημένες κοινωνίες.  
   Έτσι λοιπόν εστιάζουμε γενικότερα, στα κοινωνικά μοντέλα οργάνωσης στην ιστορία του ανθρώπου που λειτούργησαν και λειτουργούν ιεραρχικά, εκμεταλλευτικά και άνισα όσον αφορά την παραγωγή και την κατανομή των αγαθών που είναι απαραίτητα για την επιβίωση ενός συνόλου.
   Κι αυτό γιατί θεωρούμε ότι όταν μια κοινωνία κατακτήσει το δικαίωμα για ισόποση κατανομή της εργασίας όλων των μελών της για τη παραγωγή των απαραίτητων, τουλάχιστον, αγαθών αλλά και την ισομερή κατανομή τους σ’ αυτά, τότε έχει λύσει το μεγαλύτερο πρόβλημα της απόδοσης δικαιοσύνης-τιμωρίας μεταξύ των μελών της γιατί απλούστατα θα έχει εξαλείψει το μεγαλύτερο μέρος από τις αιτίες που οδηγούν τα άτομα στη δημιουργία προβλημάτων και προστριβών μεταξύ τους.
   Θέλουμε όμως να τονίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι δεν θεωρούμε ως μοναδικούς, τους παράγοντες των παραγωγικών σχέσεων και των αταξικών κοινωνιών που από μόνοι τους δύνανται να εκμηδενίσουν τις αιτίες των προβλημάτων που προκαλούν ανισορροπία και κατ’ επέκταση λογικές τιμωρίας και δικαιοσύνης. Για παράδειγμα σε αρκετές φυλές που ενώ είχαν κατακτήσει το δικαίωμα στον ισόποσο καταμερισμό παραγωγής – κατανάλωσης και άρα είχαν εξαλείψει τις οικονομικές εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ των μελών τους, εν τούτοις ένας άντρας μπορούσε εθιμικά να έχει στη κατοχή του πολλές γυναίκες ενώ το αντίστροφο δεν ίσχυε. Οι σεξιστικά εκμεταλλευτικές σχέσεις δεν είχαν καταργηθεί.
   Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν και κατά πόσο η μονομερής ανδρική πολυγαμία ήταν η αιτία προστριβών και προβλημάτων για την επιβολή μιας κάποιας μορφής τιμωρίας, μπορούμε πάντως να είμαστε σχεδόν σίγουροι για τη μη δίκαιη κατανομή ατομικών και συλλογικών ελευθεριών. Συμπέρασμα ότι, αν και οι σχέσεις ιδιοκτησίας στη παραγωγή και στη κατανάλωση δεν υπήρχαν, ωστόσο διατηρούνταν τουλάχιστον στις σεξουαλικές σχέσεις. Η περίπτωση αυτή, της μη ύπαρξης ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η ταυτόχρονη παρουσία σχέσεων ιδιοκτησίας/ανισορροπίας σε διαφορετικά επίπεδα έκφρασης των ατομικών και κοινωνικών σχέσεων δεν είναι η μοναδική, παρουσιάζεται σε πολλές περιπτώσεις στην ανθρώπινη ιστορία. Βέβαια το παράδειγμα αυτό δεν μπορεί να γενικευτεί και να απαξιωθεί πλήρως ο παράγοντας των παραγωγικών σχέσεων που ως επί τω πλείστον επηρεάζουν την μορφή του συστήματος δικαιοσύνη-τιμωρία. Το λέμε αυτό για το λόγο ότι δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση το μοντέλο οργάνωσης μιας πρωτόγονης φυλής με το μοντέλο οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών.
   Η έννοια και η πρακτική της δικαιοσύνης-τιμωρίας ως αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων που εξελίσσονται βάσει των σχέσεων ιδιοκτησίας καταργούνται μόνο με τη ριζική αναθεώρηση των ίδιων των σχέσεων παραγωγής και ιδιοκτησίας. Η διαδικασία που θα επιβάλλει την κατάργηση των σχέσεων ιδιοκτησίας σε όλες τις εκφάνσεις των κοινωνικών σχέσεων πιστεύουμε ότι είναι μια αμφίδρομη διαδικασία που ξεκινάει από τη μόρφωση* και τη συνειδητοποίηση των υποκειμένων που επιζητούν μια τέτοια αλλαγή ενώ ολοκληρώνεται με τη συλλογικοποίηση και την επαναστατική πράξη-δράση.
   * Όταν μιλάμε για μόρφωση δεν εννοούμε κάποια εκπαιδευτική / μαθησιακή διαδικασία που ανάγει ανθρώπινες μονάδες σε μορφωμένους επιστήμονες...γιατρούς και δικηγόρους. Εννοούμε μια διαδικασία πολύπλευρη και πολύμορφη που εμπεριέχει σε ικανοποιητικό βαθμό διαφορετικές μορφές της κοινωνικής λειτουργίας/δραστηριότητας όπως την κοινωνική μόρφωση μέσω της εμπειρίας, της πράξης και της θεωρίας.
   Θεωρούμε ότι πρόκειται για μια εξελικτική διαδικασία ατομικών και κοινωνικών ζυμώσεων, οι οποίες δημιουργούν τις συνθήκες που γενικεύουν τις άμεσο-συμμετοχικές και αντί-ιεραρχικές δομές οργάνωσης μέσω των οποίων τα μέλη τους αποφασίζουν από κοινού για τις σχέσεις μεταξύ ατόμων και ομάδων.
   Δεν θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς προβλήματα και αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών της και δεν είναι αυτός ο σκοπός μας, επίσης δεν είμαστε σε θέση να προδιαγράψουμε ή να προφητεύσουμε ποια μορφή θα έχει η τιμωρία σε μια «ουτοπική» κοινωνία, αυτό είναι αποτέλεσμα των δομών και των διαδικασιών που θα εφαρμοστούν από τους εμπλεκόμενους εκείνη τη στιγμή.
   Θεωρούμε όμως αυτονόητο ότι μπορεί να υπάρξει μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που να βασίζεται στη λογική της αλληλεγγύης και της ισότητας και όχι της καβάντζας και της εκμετάλλευσης.
   Δεν πιστεύουμε ότι μια τέτοια επαναστατική διαδικασία για τον πλήρη αυτοκαθορισμό των ατόμων και των συνόλων θα γίνει με ειρηνικά μέσα και αυτό γιατί οι έχοντες και ελέγχοντες τα συμφέροντα θα αντισταθούν μέχρις εσχάτων, όπως πάντα έκαναν. Βέβαια δεν θα είχαμε πρόβλημα με μια τέτοια ειρηνική μετάβαση γιατί δεν πρεσβεύουμε την βία ως πρωταρχικό μας αξιακό παράγοντα για την ανατροπή. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, μιας τέτοιας μάχης ακόμα και αν κερδηθεί εξαρτάται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από το επίπεδο της μόρφωσης του πληθυσμού και αν αυτός είναι σε θέση να από-δομήσει το τεράστιο εποικοδόμημα (εγωισμός, μισαλλοδοξία, ζήλεια, πλεονεξία, εξατομίκευση, ανταγωνισμός)  που επί χιλιάδες χρόνια έχουν επιβάλλει οι κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής.
    Δεν περιμένουμε όμως «προσευχόμενοι κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε» εκείνη την στιγμή να έρθει από μόνη της. Κινούμαστε και λειτουργούμε ενάντια στο υπάρχον και για την ανατροπή αυτού. Θεωρούμε ότι σε ένα γενικότερο πλαίσιο η εξέγερση του δεκέμβρη είναι μια μορφή αντί-βίας ή τιμωρίας απέναντι στο υπάρχον. Παράλληλα η υπόθεση βασανισμού μιας μετανάστριας συνδικαλίστριας (Κ. Κούνεβα) οξύνει τα ήδη ευαίσθητα αντανακλαστικά μας ενάντια στη βίαιη επιβολή των ληστρικά εκμεταλλευτικών εργασιακών σχέσεων που επιβάλλουν οι κυρίαρχες ελίτ. Ενίοτε και υπό προϋποθέσεις, πράξεις αλληλεγγύης είναι και μορφές τιμωρίας των από κάτω, ενώ οριοθετούν ως ένα σημείο την απονομή δικαιοσύνης που έμπρακτα απαξιώνει και αγνοεί την ταξικά αστική «απονομή» της.


  Λίγα λόγια για την ομάδα αυτομόρφωσης

   Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να πούμε δυο λόγια για τη ομάδα αυτομόρφωσης της κατάληψης LIBERTATIA.
   Η ομάδα αυτομόρφωσης δημιουργήθηκε ως ανάγκη να συζήτιουνται και να αναλύονται εμπεριστατωμένα και σε βάθος χρόνου ζητήματα που δεν δύναται να λυθούν στο «λίγο» χρόνο της συνέλευσης της κατάληψης που ούτως ή άλλως αποτελεί το βασικό κύτταρο της δομής της. 
   Βρισκόμενοι στην ανάγκη να πάρουμε θέση σε κάποια βασικά ζητήματα αυτοπροσδιορισμού της ομάδας σε θεωρητική βάση αλλά που καθορίζουν εν τέλει και την πρακτική της δράσης αποφασίστηκε η δημιουργία μιας συγκεκριμένης δομής που θα έλυνε το πρόβλημα.
   Ένα ζήτημα που η διαδικασία της αυτομόρφωσης προσπαθεί να απαντήσει είναι η δημιουργία των άτυπων ιεραρχιών που γεννιούνται στις ανοιχτές συνελεύσεις ετερόκλιτων ατόμων στη βάση του γνωστικού-γνωσιακού επιπέδου των ατομικοτήτων που την απαρτίζουν.
   Η δομή της ομάδας αυτομόρφωσης συνδυάστηκε με την ταυτόχρονη λειτουργία της ανοιχτής-δανειστικής βιβλιοθήκης στο πλαίσιο της μελέτης και της συζήτησης. Το εγχείρημα αυτό πήρε την τελική του μορφή τον νοέμβριο του 2008 και έκτοτε λειτουργεί κάθε Τετάρτη βράδυ μετά τις 20.00 στο χώρο της κατάληψης.
   Περιγραφικά η λειτουργία της ομάδας έχει περίπου ως εξής, η ομάδα μετά από συζήτηση επιλέγει κάποιο θέμα κατόπιν ψάχνουμε για βιβλιογραφία, επιλέγουμε τους τίτλους που θα μελετήσουμε, καθένας/μια επιλέγει το βιβλίο/α που θα μελετήσει και στην πορεία θα παρουσιάσει στους υπόλοιπους ώστε εν τέλει μέσω της συζήτησης να πραγματωθεί η αυτομόρφωση.
   Δεν έχει τεθεί ως αυτοσκοπός ύπαρξης της ομάδας η συγγραφή των εκάστοτε συμπερασμάτων υπό τη μορφή αυτής εδώ της μπροσούρας, αυτό γίνεται κατά περίπτωση. Τα συμπεράσματα της ομάδας σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να ανάγονται σε δόγματα από τη κατάληψη. Τουναντίον ο σκοπός ύπαρξης της αυτομόρφωσης είναι η εθελούσια συμμετοχή στη διαδικασία με σκοπό την αντί-ιεραρχική και ουσιαστική μόρφωση μέσω της αμφίδρομης επικοινωνίας. Τα συμπεράσματα της ομάδας στο εκάστοτε θέμα αποτελούν ισχυρό βοήθημα στη διαδικασία αποφάσεων της συνέλευσης της κατάληψης.
   Η ομάδα αυτομόρφωσης είναι μια ανοιχτή διαδικασία στη καθεμία και στο καθένα που θέλει να συμμετάσχει. Δεν αποτελεί μια κλειστή ομάδα μόνο των μελών της συνέλευσης της κατάληψης αν και ξεκίνησε και απαρτίζεται ως ένα σημείο από μέλη αυτής.
   Ο ανοιχτός χαρακτήρας της διαδικασίας θέλει να καταδείξει τη σημασία που δίνουμε στη συμμετοχή και τη συλλογικοποίηση να ανοίξει νέα πεδία επικοινωνίας ξεπερνώντας στείρες λογικές κοινωνικοποίησης που βασίζονται στη κουλτούρα της διασκέδασης του καφενείου αλλά και να δώσει το μήνυμα ότι η δράση προϋποθέτει τη γνώση και η γνώση προϋποθέτει τη μόρφωση.


  Βιβλιογραφία

     -  Δημοσιευμένη συνέντευξη του Β.Πάλλη στη ραδιοφωνική εκπομπή «Η απέναντι Όχθη»,εφ., Το
          Βήμα 11.03.2006
-         R. Helms, D. Jacobs, “The Political Context of sentencing : an Analysis of Community and Individual Determinants” , Social Forces, Vol. 81 No 2 (Dec., 2002), pp. 577-604 http://www.jstor.org/stable/3086483
-         Dan m. Kahan, What Do Alternative Sanction Mean?’’, The University of Chicago Law Review, Vol. 63, No 2 (Spring, 1996),pp. 591-653 URL ://www.jstor.org/stable/1600237
-         William E. Staples, “Small Acts of Cunning : Disciplinary Practices in Contemporary Life”, The Sociological Quarterly, Vol. 35, No 4 (Nov., 1994), pp. 645-664
-         Stable URL: http: // http://www.jstor/. org/stable/4121523
-         Christine Tartaro, Marissa P. Levy, “Density, Inmate Assaults and Direct Supervision Jail”, Criminal Justice Policy Review 2007; 18; 395 http://cjp.sagepub.com/cgi/content/abstract/18/4/395
-         Christine Tartaro, “Watered Donw : Partial Implementation of The New Generation Jail Philosophy” The Prison journal, 2006; 86; 284 http:// tpj. Sagepub. Com/cji/content/abstact/86/3/284
-         Michael Mann, Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας-τόμος Α Cambridge University Press 1986, Εκδ. ΠΟΛΙΣ 2008
-         Michael Fouault, Επιτήρηση και τιμωρία Η  γέννηση της φυλακές της μιζέριας, Paris 2001, Eκδ. Πατάκη 1999
-         Humanitarianism, Labour Exploitation or Social Control? A critical survey of theory and research on the origin and development of prisons Author: Robert P. Weiss
          Social History, Vol. 12, No. 3 (Oct. 1987), pp. 331-350
          - State, civil society, and total institutions: A critique of recent social histories of punishment
          Author: Michael Ignatieff
          Crime and justice, Vol. 3 1981, pp. 153-192
          - Toward a Marxian penology: Captive criminal populations as economic threats and        
          Resources. Author: Christofer Adamson
          Social probems, Vol. 31, No.4 (Apr., 1984), pp. 435-458